Χαντζή Ευσταθία

Τμήμα Αναγνωστηρίου και Αρχειακής Έρευνας

Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ

Χειρόγραφη επιστολή από το αρχείο της συλλογής Γεωργίου Λαδά, της 16ης Μαρτίου 1826, προς το Εκτελεστικό Σώμα στο Ναύπλιο, την οποία υπογράφουν οι Έφοροι της Φιλομούσου Εταιρείας της Αθήνας Ταλαντίου Νεόφυτος, Ιω. Γκούρας, Gropius, Μιχαήλ Τυρναβίτης. Κατά μήκος της αριστερής παρειάς του εγγράφου υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση στα γαλλικά για το στρατιωτικό νοσοκομείο. Επί του νώτου: «Πρός τό Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα Εις Ναύπλιον».

Οι Έφοροι χαιρετίζουν «τήν φιλόκαλον φροντίδα» των αρχαιοτήτων των Αθηνών και ειδικότερα τη μέριμνα «πρὸς τά λαμπρά μνημεία τής ἀρχαιότητος τών ενδόξων προγόνων» από την Προσωρινή Διοίκηση και μάλιστα σε «δεινάς περιστάσεις». Είναι χαρακτηριστικό ότι το έγγραφο συντάσσεται την περίοδο που το Μεσολόγγι πολιορκείται για δεύτερη φορά.

Οι επίσημες αποφάσεις για τις αρχαιότητες δημοσιεύονται στον Τύπο της εποχής, στη «Γενικήν Εφημερίδα», ενώ στο φύλλο αρ. 41, ανακοινώνεται η απόφαση με αρ. 17164 του Εκτελεστικού της 22ας Φεβρουαρίου 1826, σύμφωνα με την οποία όλα τα λείψανα της αρχαιότητας είναι εθνικά και η διατήρησή τους αναγκαία, δίνοντας προτεραιότητα στην εξασφάλιση και περιποίηση των Αρχαιοτήτων της Αθήνας και της Αττικής. Η Εταιρεία ανταποκρίνεται άμεσα και ζητά τη βοήθεια της Σεβαστού Διοικήσεως, προκειμένου να αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες τεσσάρων εργαστηρίων «διά νά ελευθερωθή … αξιοθέατος σειρά κολωνών» του περιβόλου του Διοικητηρίου στην αγορά της πόλης. Η περιοχή ταυτίζεται με τον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, η οποία καλυπτόταν από το Παζάρι της πόλης των Αθηνών. Μάλιστα, στη νότια πτέρυγά της χωροθετούνταν το Διοικητήριο ή Βοϊβοδαλίκι, το οποίο χρησίμευε συγχρόνως και ως κατοικία του βοεβόδα, του Τούρκου δηλαδή διοικητή της Αθήνας.

Η επιμέλεια τών εν Αθήναις καὶ απανταχού τής Ελλάδος αρχαιοτήτων θέλει είναι μία απὸ τὰς ιερὰς φροντίδας τής Φιλομούσου Εταιρείας, σύμφωνα με το καταστατικό της, η οποία ιδρύθηκε προεπαναστατικά στην Αθήνα το 1813 και στη Βιέννη το 1814 με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια, του Άνθιμου Γαζή και του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου. Η πρακτική που περιγράφεται στο έγγραφο εντάσσεται στην προσπάθεια αποκάθαρσης των αρχαίων μνημείων από μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως εκκλησίες, εργαστήρια και άλλα οικιστικά κατάλοιπα, καθώς οι κλασικές αρχαιότητες διαδραμάτισαν έναν καίριο ρόλο στη συγκρότηση της πολιτισμικής ταυτότητας του ελληνικού κράτους. Ίσως δεν είναι τυχαία η διττή χρήση του ρήματος ελευθερώνω, ως μία αναλογία: πατρίδα/αρχαιότητες – Τούρκοι/νεώτερα μνημεία. Αξίζει να σημειωθεί και η επίδραση των ξένων περιηγητών, αφού η σειρά κιόνων που θα ελευθερωθεί είναι «αξιοθέατος». Η αγαστή συνεργασία της Φιλομούσου Εταιρείας με την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας τερματίστηκε απότομα στης 28 Ιουνίου 1826, όταν ο Κιουταχής πολιόρκησε την Ακρόπολη και τελικά κατέλαβε την Αθήνα τον Μάιο του 1827.

«Ευέλπιδες τής επιτυχίας τής παρακλήσεώς μας» καταλήγουν οι Έφοροι στην επιστολή τους. Και πράγματι, το έγγραφο πετυχαίνει τον σκοπό του, αφού διαταγή της Προσωρινής Διοίκησης λίγες μέρες αργότερα αφορά στην κατεδάφιση των τεσσάρων εργαστηρίων (Γενική  Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 51, 3 Απριλίου 1826, σ. 201).

Η ανάγκη για προστασία των αρχαίων μνημείων θα αποτελέσει κύριο μέλημα του ανεξάρτητου πια ελληνικού κράτους. Η προσπάθεια αυτή θα εντατικοποιηθεί κατά την Οθωνική περίοδο,  προκειμένου να οικοδομηθεί η νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η Αθήνα. Τότε, κατεδαφίζονται και οι Άγιοι Ασώματοι στα Σκαλιά (1842) στη δυτική πτέρυγα της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ενώ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Μεγάλη Παναγία στο εσωτερικό της.

Πηγή: ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία, Μικρές Συλλογές Κ, Κ47, τμήμα Β, φ. 10α

Share This Story, Choose Your Platform!