Η έκθεση του Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλου που προβάλλει αυτές τις μέρες με αφορμή τις λατρευτικές τελετές του Πάσχα η  Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ), ακολουθεί σειρά εκθέσεων με θέμα «η τέχνη και το ιερό». Όπως αναφέρει ο πρόεδρος του εφορευτικού συμβουλίου της ΕΒΕ κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης στο προλογικό σημείωμα της έντυπης έκδοσης που συνοδεύει την έκθεση. Η αφιερωματική σειρά ξεκίνησε πέρυσι με το ζωγράφο Γιάννη Κονταράτο και την έκθεση «Επιτάφιος Θρήνος. Εννέα παραλλαγές» και πρόκειται να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια με ανάλογες προτάσεις.

Ο Παπατριανταφυλλόπουλος ασχολήθηκε από την αρχή των σπουδών του με την αγιογραφία με σημαντικούς δασκάλους, τους Νίκο Μπρισνόβαλη, Κωνσταντίνο Ξυνόπουλο, αλλά και τον Γιάννη Τσαρούχη.

Έργο ζωής για το Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στα Βραχναίικα Πατρών. Ναός τεράστιων διαστάσεων 700 τμ. και ύψους 30 μ. χρειάστηκαν 18 χρόνια εντατικής εργασίας κατά την καλοκαιρινή περίοδο από τον καλλιτέχνη αλλά και πλήθος φίλων και συγχωριανών. Η εικαστική προσέγγιση που ακολουθεί είναι η ανάγλυφη διακόσμηση του ναού που συνδυάζεται με ψηφιδωτά έργα στο κάτω μέρος του αντί για ορθομαρμάρωση, σύλληψη ασφαλώς πρωτότυπη, όπως και άλλες επιμέρους αποφάσεις, οι οποίες δε θα ήταν αυτές ίσως αν ο καλλιτέχνης δεν ήταν, εκτός από αγιογράφος, και ζωγράφος.

Ο Ν.Π. Παΐσιος , στο προλογικό του σημείωμα για το καλλιτέχνη, αναφέρεται στη σύγχρονη τάση υποχώρησης της ζωγραφικής ως τέχνη έκφρασης, έναντι εναλλακτικών μορφών τέχνης, όπως είναι η φωτογραφία, το video art, η εγκατάσταση και η performance art.Θέτει επίσης τα ζητήματα υποχώρησης της θεματικής της προσωπογραφίας και της ζωγραφικής ως πρακτικές αισθητικής αναζήτησης. Αναφέρεται στο εικαστικό και αισθητικό περιβάλλον της εποχής ωρίμανσης του καλλιτέχνη όπου κυριάρχησε η ρεαλιστική ζωγραφική, κατά την εποχή των μεγάλων πολιτικών ζυμώσεων της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης στη χώρα μας, με ανάλογη στροφή στον εξπρεσιονισμό και στο νεοεξπρεσιονισμό.

Ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος σπούδασε αγιογράφος και ζωγράφος στην ΑΣΚΤ, σε διάφορα εργαστήρια στην Ελλάδα και με υποτροφία τρία χρόνια σπουδών ως ελεύθερος σπουδαστής στη Γαλλία. Ο Παπατριανταφυλλόπουλος θα επηρεαστεί όμως κυρίως από τους Κόντογλου, Τσαρούχη, Φασιανό, Φειδάκη  και θα ενταχθεί στη λεγόμενη «ελληνοκεντρική ζωγραφική». Από τους παλαιότερους αγιογράφους φαίνεται ότι καθοριστική ήταν η επαφή του με έργα του Θεοφάνη του Κρης.

Ο καλλιτέχνης, σε συνέντευξη του στους Αθηνά Κυριακώδη και Ν. Π. Παΐσιο,  αναφέρεται στη προσωπική εικαστική του αναζήτηση και στη καταλυτικής σημασίας επαφή του με έργα του Τσαρούχη καθώς και με τον ίδιο ως προσωπική συνάντηση και μαθητεία.

Αποσαφηνίζει την έννοια της φόρμας, εκφράζοντας την ιδέα ότι η φόρμα είναι «η γλώσσα» και όχι το σχήμα. Μας δίνει επίσης το δικό του ορισμό της ζωγραφικής: «Σήμερα έχω καταλάβει ότι η ζωγραφική, δηλ το έργο ζωγραφικής και η αξία του, δεν είναι αυτό που προτείνει. Δεν είναι το θέμα του, είναι ο τρόπος, δηλ. το πώς το κάνεις» .

Ο Παπατριανταφυλλόπουλος αναφέρεται επίσης στις τεχνικές δυσκολίες και στις αποφάσεις που πήρε ζωγραφίζοντας το ναό του Αγίου Βασιλείου στα Βραχναίικα Πατρών. Αναλύει τις κλίμακες και τα μέτρα αλλά και τις χρωματικές παλέτες που βασίστηκε, στην «Πολυγνώτεια  ζωγραφική»,  η οποία επιλέγει  τα τέσσερα βασικά χρώματα  άσπρο, μαύρο, κόκκινο και κίτρινο στα οποία αποφάσισε να εντάξει και το πράσινο της γης. Η σύντροφος της ζωής του και ζωγράφος  Έλσα Ζαχαράκη χαρακτηρίζει αυτή του την επιλογή ως «χρωματική νηστεία» θέλοντας να επισημάνει το εικαστικό μέγεθος του εγχειρήματος.

Παρόλο που ο ίδιος δε το αναφέρει, ανάλογες επιλογές συναντά κανείς στη λεγόμενη «κρητική εκκλησιαστική σχολή» και στις επιλογές καλλιτεχνικής επιμέλειας κατά την περίοδο της Βενετοκρατούμενης Κρήτης. Πράγματι, εκείνο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στη μοναδική εικονογραφική προσέγγιση του ναού στα Βραχναίικα, είναι ότι λείπει εντελώς «μια φλυαρία».

Στις ανανεωτικές προσεγγίσεις  μπορεί ο θεατής να διακρίνει και την ένθεση των βοτσαλωτών μοτίβων, καθώς και τη θεματική τους. Μέσα στο ναό εξελίσσονται μοτίβα όπως εκείνο της Άνοιξης. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη οι επιλογές αυτές συμβολίζουν την  αδιάλειπτη συνέχεια της  Ελληνικής και της Ρωμαϊκής τέχνης στη Βυζαντινή. Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να παρατηρήσει κανείς  είναι πως όλα τα κεφάλια των μορφών μέσα στον Άγιο Βασίλειο δεν θυμίζουν τόσο αγιογραφίες αλλά προσωπογραφίες  μορφών. Ο ίδιος  δεν διαχωρίζει τις αγιογραφίες από την κοσμική ζωγραφική. Πιστεύει, και αυτό προκύπτει από τα έργα του, πως η ζωγραφική δεν αλλάζει ανά τους αιώνες, αλλά ακολουθεί τους ίδιους κανόνες και τις ίδιες κλίμακες. Αυτό που αλλάζει είναι η προσωπική ερμηνεία που δίνει  ο κάθε ζωγράφος  σε αυτούς τους κανόνες.

Share This Story, Choose Your Platform!