Διοργάνωση:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ-ΜΟΥΣΕΙΟ ΥΔΡΑΣ/ΔΗΜΟΣ ΣΚΙΑΘΟΥ
Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού
Εγκαίνια:
ΣΑΒΒΑΤΟ 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022 στις 19.00
Διάρκεια: Οκτώβριος 2022 – Φεβρουάριος 2023
«…Απ΄ τον τόπο που ‘ρθα εγώ, ξεύρουν ν’ αγαπούν…»
Τον Αργοσαρωνικό και τις Σποράδες, την Ύδρα και τη Σκιάθο, τις συνδέει ένας «άρρηκτος θαλασσινός δεσμός»: το παραδοσιακό σκαρί «ΕΛΕΝΗ Π», κηρυγμένο ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, ένα καΐκι τύπου πέραμα που γεννήθηκε στην Σκιάθο και ανδρώθηκε στην Ύδρα μεταφέροντας αγόγγυστα τα τροφοεφόδια του νησιού για πάνω από 50 χρόνια. Αυτή στάθηκε η κύρια αφορμή για την μεταφορά από τη Σκιάθο στην Ύδρα της έκθεσης «Η Άλλη Θάλασσα», που πραγματοποιείται εκτός των άλλων στο πλαίσιο επετειακής διοργάνωσης του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου Ύδρας και του Δήμου Σκιάθου για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τη συμμετοχή σαράντα διακεκριμένων εικαστικών καλλιτεχνών.
Ως ελάχιστος φόρος τιμής στην Επέτειο Μνήμης των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σχεδιάστηκε μια ομαδική εικαστική και συμβολική εγκατάσταση, βασισμένη σε ένα αληθινό ιστορικό γεγονός της νήσου Σκιάθου: την καθολική φυγή των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ, λίγο πριν τα τραγικά γεγονότα του 1922. Σώζοντας πλήθος ανθρώπων και διαφεύγοντας και οι ίδιοι με τα περίφημα αλιευτικά πλοία τους λίγο πριν την καταστροφή, αναζήτησαν μια νέα πατρίδα στη Σκιάθο.
Ο κύριος όγκος των έργων της «Άλλης Θάλασσας», παρουσιάζεται στο εσωτερικό του Μουσείου, στο μεγάλο εκθεσιακό του χώρο. Τα περισσότερα από τα έργα, που με ελάχιστες πολύτιμες αρχειακές εξαιρέσεις υλοποιήθηκαν σχεδόν όλα για τις ανάγκες της παρούσας έκθεσης, αφορούν σε τρισδιάστατες και δισδιάστατες απεικονίσεις συμβόλων μνήμης της άλλης θάλασσας ή πλωτών μέσων (ψαράδικων και άλλων μικρών πλοίων) που αποτέλεσαν τον τρόπο μετάβασης και διάσωσης των προσφύγων από την Αγία Παρασκευή στη Σκιάθο. Και ταυτόχρονα, τον τρόπο και το βασικό μέσο επιβίωσης από την επόμενη ημέρα. Πεδίο αναφοράς τους η φυσική και συμβολική έννοια της σωτήριας πλεύσης στην Άλλη Θάλασσα και του περάσματος από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ στη Σκιάθο. Από την πρώτη, την παλαιά, στη νέα πατρίδα.
Συνομιλούν έτσι με σεβασμό και οπτική συνέπεια με τα ιστορικά συμβάντα που επηρέασαν την ιστορία και τον πληθυσμό του νησιού της Σκιάθου. Ακόμη, με τα κειμήλια και τις παλιές φωτογραφίες, με τις οικογενειακές αφηγήσεις και με την άσβεστη μνήμη των Μικρασιατών της Σκιάθου. Τέλος, με τις κυριολεκτικές και τις μεταφορικές συντεταγμένες, με τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά βάθη της Άλλης Θάλασσας της ζωής τους. Μιας Άλλης Θάλασσας που την κολύμπησε στους στίχους του ο Σεφέρης, μιας Άλλης Θάλασσας που τη νοστάλγησε το ύστατο βλέμμα του Αγγελόπουλου. Μιας Άλλης Θάλασσας που την έτρεψαν σε νέο, συναρπαστικό βιωμένο αφήγημα και ολόδική τους υπόθεση αγάπης και μνήμης οι συμμετέχοντες στο εγχείρημα ετούτο εικαστικοί.
«Μια βάρκα που την λένε Αγία Παρασκευή, πλέει προς Σκιάθο… Φέρνει μαζί της μιαν άλλη, απέραντη, ζώσα και κυματώδη θάλασσα. Παράκτια μικρασιατικά τοπία, αγγεία με απεικονίσεις ψαράδων σε συμβολική διαχρονία, εγκαυστικές εικόνες μιας όχθης χαμένης, τραγούδια της θάλασσας επάνω σε ξεβρασμένα από το κύμα συρτάρια, μνήμη Εφέσου και αρχαίου χώματος. Οικογενειακά κασελάκια ζωγραφισμένα με προικιά και ντυμένα με τάματα, κεντημένες ιστορίες περιπλάνησης, αιωρούμενα ανεμολόγια από μαργαριτάρια και χάντρες, σκαριά από μπρούντζο, ξύλο, χαρτί, λαμαρίνα, καλάμι, σύρμα και άχυρο – οχήματα ελευθερίας που πλέουν για Σκιάθο. Μεταξωτά συμπιλήματα μνήμης, ιστορίες μετάβασης και στιγμές πιασμένες στα δίχτυα, μνήμες πλεύσεις βαμμένες στο χέρι και κατασκευασμένες με ευρήματα από παλιό ταρσανά. Κελύφη γλυπτά από τιμόνι και σίδερο, φιγούρες ανθρώπων σε νεύμα αποχαιρετισμού, φλεγόμενες μήτρες ή σκαριά χωρίς πρύμνη, ρυθμικά θαλασσινά τσουρμαρίσματα και καλάδες. Ίχνη προσφύγων και ονείρων χαραγμένα στο χαρτί, θαλασσινούς αγίους και πονετικές κόρες Σκιαθίτισσες, φωτεινά εικονοστάσια μνήμης, θαλασσινούς κόμπους περιπέτειας και απαντοχής, φορτία προσφύγων βαμμένα λευκά – πλέοντα σε σκοτεινή άβυσσο, δοκίμια σκαριών ιστορημένα με τον τρόπο της αγιογραφίας, περιφορές ενός συμβολικού επιταφίου Μεγάλης ή Αγίας Παρασκευής. Παλαιούς δίσκους με τοπία του Κιόστε και της Αντιγόνης των Πριγκηπόννησων, το τσερνίκι «Φώκαια» του πρώτου διωγμού και το ιστιοφόρο εμπορικό «Αγία Παρασκευή», που αρμένιζε στο ανατολικό Αιγαίο – πολύτιμα μοντέλα σκαριών από σφένδαμο και πυξάρι, το Ταλιάνι ζωγραφισμένο σε παλαιό ταμπλά και τα τσανάκια του Αιγαίου. Πολύτιμα αφιερώματα στην Παναγιά Θαλασσομαχούσα, κατασκευασμένα με κεντίδια, ιερατικά υφάσματα και παλαιά κειμήλια, χράμια με πρόσφυγες και λουόμενους υφασμένους στον αργαλειό με νήμα και βότσαλα, ασπρόρουχα διασωσμένα από καταποντισμένα ερμάρια, πολύτιμες κεντημένες βάρκες – προσευχητάρια και άλλες με οικείους χάρτινους ίσκιους, πήλινους μπόγους φορτωμένους με τα τραυματισμένα ιερά και τα όσια σε αναμονή αναγέννησης. Δαντελωτές μυρωμένες πλωτές προσευχές με ζουμπούλια Κιουτάχειας από κουκούλια και μετάξι, καλά φυλαγμένα κλειδιά των σπιτιών που έμειναν πίσω, φουστανάκια – μποτίλιες στο πέλαγο, γαζωμένα με οικογενειακές φωτογραφίες και αληθινά παραμύθια του γλυτωμού, υφασμένα στον αργαλειό της συλλογικής μνήμης», σημειώνει η Ίρις Κρητικού στον κατάλογο της έκθεσης.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι εικαστικοί:
Νίκος Ακρίβος, Νεκτάριος Αποσπόρης, Άννα Αχιλλέως, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μάριος Βουτσινάς, Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Μάρκος Γεωργιλάκης, Νεκταρία Γιακμογλίδου, Κρίστι Γρηγορίου, Παναγιώτης Δαραμάρας, Μαρία Διακοδημητρίου, Σταυρούλα Καζιάλε, Νίκος Καλαφάτης, Ελπινίκη Καμόσου, Κατερίνα Κασσαβέτη, Βασιλική Κολιπέτσα, Κωνσταντίνος Κουτούμπας, Νίκος Λεοντόπουλος, Λυδία Μαργαρώνη, Μηνάς Μαυρικάκης, Δημήτρης Μοράρος, Μάνος Μπατζόλης, Ρούλη Μπούα, Γιώργος Μπουζούνης, Βαγγέλης Πολύζος, Μιχάλης Σακαλής, Γιώργος Σαλταφέρος, Ζωή Σεκλειζιώτη, Ιφιγένεια Σδούκου, Χρήστος Στανίσης, Μαρίνα Στελλάτου, Ιωάννα Τερλίδου, Νίκος Τριανταφύλλου, Θεοδώρα Τσιάτσιου, Αγάπη Φεσατίδου-Ψαρράκη, Κυριακή Χριστακοπούλου, και παραδοσιακά εργαστήρια του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου.
Η έκθεση τελεί σε διοργάνωση του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου Ύδρας και του Δήμου Σκιάθου, με την επιμέλεια της Ιστορικού Τέχνης Ίριδας Κρητικού.
Με αφορμή την έκθεση εκδόθηκε και κυκλοφορεί ομότιτλο λεύκωμα σε σχεδιασμό του Νίκου Λεοντόπουλου και κείμενα των:
Θοδωρή Τζούμα, Δημάρχου Σκιάθου, Ντίνας Αδαμοπούλου, Διευθύντριας ΙΑΜΥ, Μαρίας-Ελένης Βερβέρη, Πρόεδρου Μικρασιατών Σκιάθου και Ίριδος Κρητικού, Ιστορικού Τέχνης και επιμελήτριας της έκθεσης.
Στο πλαίσιο της έκθεσης προγραμματίζονται παράλληλες δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Ιστορικό Αναγνωστικό Παράρτημα
Η παραθαλάσσια Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan) στη χερσόνησο της Ερυθραίας, βρισκόταν σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων βορειότερα από τον Τσεσμέ. Το όνομα Κιόστε – κιόσκι, συνδέεται με το γεγονός ότι η Αγία Παρασκευή υπήρξε ο τόπος αναψυχής του Τσεσμέ. Τρεις εκκλησίες χώριζαν το χωριό σε αντίστοιχες ενορίες, μία εξ αυτών και η Αγία Παρασκευή από όπου και το όνομα του τόπου. Με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων, η Αγία Παρασκευή ήταν το σπουδαιότερο καπετανοχώρι της Ερυθραίας, με περισσότερα από 300 αλιευτικά πλοιάρια, που έφταναν μέχρι την Αδριατική – ένα χωριό μοναδικό για τον αλιευτικό στόλο του και τα υψηλά ετήσια εισοδήματα σε χρυσές λίρες εκ της αλιείας. Με τράτες και ανεμότρατες σπάνιες ή και ανύπαρκτες για την υπόλοιπη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, με ψαροπούλες και καΐκια, οι κάτοικοι του χωριού ήταν ξακουστοί για τις επιτυχίες και τις γνώσεις τους στη ναυτοσύνη και την ψαρική τέχνη. Κι όταν οι τουρκικές ορδές επιτέθηκαν στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τα αλιευτικά της Ερυθραίας μεταφέροντας όσους μπορούσαν, έσωσαν χιλιάδες κόσμου από βέβαιο θάνατο. Τα θύματα από τα χωριά εκείνα στο διωγμό του 1922 ήταν ελάχιστα καθώς όλοι έφυγαν έγκαιρα. Με εξαίρεση έναν ιερωμένο που έμεινε πίσω και που οι Τούρκοι τον σκότωσαν στο ιερό, καθώς δεν θέλησε να εγκαταλείψει την εκκλησιά του.
Το γεγονός ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους αλιείς της Αγίας Παρασκευής και του Τσεσμέ ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, εξηγεί τον λόγο που τόσοι πρόσφυγες από την ευρύτερη περιοχή της Ερυθραίας, επέλεξαν τη Σκιάθο. Το νησί εκείνο που έμοιαζε αρκετά με το δικό τους χωριό (ακόμη και η χαρακτηριστική χερσόνησος με το όνομα Μπούρτζι υπήρχε και στα δύο μέρη), ήταν δημοφιλής ψαρότοπος (όπως βεβαίως και η Καβάλα ή η Νέα Μηχανιώνα όπου πολλοί άλλοι επίσης κατέφυγαν). Προσπαθώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον διωγμό, οι θρυλικοί τρατάρηδες αναζήτησαν τις γνώριμές τους καλάδες – τα θαλασσινά περάσματα, καθιστώντας σταδιακά τη Σκιάθο μεγάλο αλιευτικό κέντρο της περιοχής και μεταφέροντας ευλαβικά εκεί και τις δικές τους παραδόσεις, τα δικά τους ήθη και έθιμα. Από το σύνολο των προσφύγων που έφτασαν στο νησί, ένα 60% ήταν από το Κιόστε, ένα ποσοστό 30% προερχόταν από τον Τσεσμέ και ένα 10% από χωριά του Μαρμαρά.
Η θέληση των Μικρασιατών της Ερυθραίας να ξανασταθούν στα πόδια τους, αποδείχθηκε καταλυτική για τη νέα αρχή τους στη Σκιάθο. Σύντομα η ισχυρή κοινότητα που δημιουργήθηκε στο νησί, διεκδίκησε μια καινούρια ζωή, διατηρώντας παράλληλα ως σήμερα άθικτη την πέρα μνήμη. Τα τραγούδια και τα οικογενειακά κειμήλια, οι φωτογραφίες και οι αναλλοίωτες γεύσεις ή ακόμη, οι συγκινητικές μικρασιατικές ονομασίες που εξακολουθούμε ως σήμερα να συναντούμε σε μερικά από τα αλιευτικά σκάφη του νησιού, μαρτυρούν την ακατάλυτη δύναμη των δεσμών ανάμεσα στην αξέχαστη και τη νέα πατρίδα.
Από το ανεκτίμητο για τις ποικίλες πληροφορίες του και ογκώδες βιβλίο του νεαρού κάποτε πρόσφυγα Γιάννη Αικατερίνη με τίτλο «Χαμένες πατρίδες, το χωριό μας η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε) 1760-1922», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984, μαθαίνουμε πως η Αγία Παρασκευή, προτού εγκαταλειφθεί οριστικά το 1922, δοκιμάστηκε ήδη το 1914. Οι πρώτοι διωγμοί υποχρέωσαν τους κατοίκους της να αφήσουν προσωρινά την πατρίδα τους και να κατευθυνθούν στη Χίο και τη Σκιάθο. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν έκτοτε εκεί. Αλλά ακόμη και εκείνοι που επέστρεψαν, έφυγαν το 1922 οριστικά. Στη Σκιάθο, την Καβάλα, τη Νέα Μηχανιώνα, τη Θεσσαλονίκη (Νέα Κρήνη), την Αλεξανδρούπολη, τον Βόλο, τη Χαλκίδα και τον Πειραιά, εκτός από την τέχνη της αλιείας, μετέφεραν τον πολύτιμο πολιτισμό τους, τη λαϊκή και την κοσμοπολίτική τους παράδοση, συντελώντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη και το νέο πρόσωπο της Ελλάδας που επίσης επιχειρούσε τότε κι αυτή να προχωρήσει, αφήνοντας πίσω της εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Leave A Comment