Το λόμπι του καινούριου ξενοδοχείου … όπου δένουν άψογα μεταξύ τους όλα τα πολυτελή στοιχεία που το αποτελούν, είναι σαν το κρασί Μπορντό που αφήνει εκ των υστέρων μια ευωδιά στον ουρανίσκο.
(Ζουλφί Λιβανελί, Οτέλ Κονσταντινιγε, εκδ. Πατάκης)
Το Ξενοδοχείο είναι χώρος διακοπών, ψυχαγωγίας, ανάπαυσης. Είναι χώρος σύντομης διαμονής, συναντήσεων, εργασίας. Είναι τόπος συνύπαρξης και συνδιαλλαγής. Όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα είναι το Ξενοδοχείο. Είτε πολυτελές και ακριβό, είτε πιο ταπεινό και φθηνότερο, η διάβαση της εισόδου ενός ξενοδοχείου είναι μια εμπειρία που ο καθένας την επιζητά.
Τα σύγχρονα, μεγάλα ξενοδοχεία έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, ως αποτέλεσμα των ευκολότερων μετακινήσεων, της αστικοποίησης και της ανάδειξης μια εύπορης κατηγορίας ανθρώπων με διάθεση και δυνατότητα να ταξιδεύουν με άνεση.
Ανάμεσα τους και συγγραφείς που όχι μόνο τοποθέτησαν την υπόθεση βιβλίων τους σε ξενοδοχεία αλλά έγραψαν και σημαντικά τους έργα ενώ διέμεναν στο δωμάτιο κάποιου, συνήθως πολυτελούς, ξενοδοχείου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Αγκάθα Κρίστι, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Μαρσέλ Προυστ.
Αυτή η μοναδική ενέργεια των ξενοδοχείων και ο θέση τους ως «κομβικά» σημεία αναφοράς στη ζωή και το τοπίο των πόλεων δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τη λογοτεχνία. Σε βιβλία ιστορικά, πολιτικά, αστυνομικά, το Ξενοδοχείο συχνά δεν είναι απλά ο χώρος που φιλοξενεί τη δράση, είναι ένας ξεχωριστός ήρωας με κεντρική θέση στην εξέλιξη και με τη δική του ταυτότητα. Στα δωμάτια, τους κοινόχρηστους χώρους, τον κήπο του ξενοδοχείου θα κρυφτούν, θα ερωτευτούν, θα εξαπατήσουν, θα σκοτώσουν και θα σκοτωθούν οι ήρωες του μυθιστορήματος.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η αναφορά του Ξενοδοχείου σε λογοτεχνικά κείμενα είναι τόσο διαδεδομένη ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί η διακριτή κατηγορίας της «ξενοδοχειακής λογοτεχνίας» (Hotel literature). Οι συγγραφείς «εκμεταλλεύονται» τα χαρακτηριστικά του ξενοδοχείου για να συνθέσουν την υπόθεση του έργου. Η ανωνυμία των επισκεπτών, η συνύπαρξη ανθρώπων διαφορετικής εθνικής και ταξικής προέλευσης, η απομόνωση, η μετακίνηση, η απόδραση από την καθημερινότητα είναι τα στοιχεία που συχνά αξιοποιούν οι συγγραφείς για να συνθέσουν τον χαρακτήρα των ηρώων και την εξέλιξη της ιστορίας.
Για τους αθεράπευτους θαυμαστές των ξενοδοχείων και τους λάτρεις της λογοτεχνικής φυγής, η πρόσφατη εκδοτική παραγωγή προσφέρει μια σειρά από σύγχρονα αλλά και κλασικά έργα που επανακυκλοφορούν με στόχο να διαβαστούν με κομμένη την ανάσα.
Κάνοντας την αρχή με τον συγγραφέα του Νορβηγικού Δάσους, Χαρούκι Μουρακάμι, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα έργο γεμάτο από στοιχεία νουάρ, ειρωνείας και μιας ρευστής, σχεδόν καφκικής αντιμετώπισης του χρόνου. Πράγματι, στο έργο Τις Μικρές Ώρες (εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Μαρίας Αργυράκη από τα ιαπωνικά) οι ζωές ενός τρομπονίστα της τζαζ, μιας ιδιοκτήτριας “ερωτικού ξενοδοχείου”, μιας Κινέζας πόρνης, της Έρι που εργάζεται ως μοντέλο, και ενός υπερφυσικού θιάσου διασταυρώνονται. Τα σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος του Μουρακάμι, εκτός από μία δυτικότροπη αίσθηση του σχολίου που κουβαλούν, ενίοτε γίνονται κρυπτικά για να θυμίσουν κάτι από τις παραδοσιακές ιαπωνικές ιστορίες φαντασίας kwaidan. Οι αναγνώστες που αρέσκονται στις περιγραφές ξενοδοχειακών σκηνικών και περιπετειών με φόντο αυτά, με ενθουσιασμό θα δουν τις αράδες αυτού του έργου να μετατρέπονται στη φαντασία τους σε κάδρα από σύγχρονο νεο-νουάρ: “Μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου Αλφαβίλ σταματάει μια μοτοσικλέτα: μια τεράστια και ζόρικη σπορ Honda. Ο αναβάτης φοράει κράνος που καλύπτει όλο το πρόσωπο του. Κρατάει τη μηχανή αναμμένη, σε ετοιμότητα, να φύγει αμέσως αν χρειαστεί. […] Φαρδύ μέτωπο, ρουφηγμένα μάγουλα, διαπεραστικό βλέμμα. Έχει μια σύντομη συνομιλία. Κλείνει το κινητό και το βάζει στην τσέπη του. Φοράει το γάντι και περιμένει…”

Εάν μία από τις λειτουργίες της λογοτεχνίας είναι να μας μεταφέρει σε διαφορετικούς χωροχρόνους, τότε το έργο Οι Κράχτες της Cara Hoffman (από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε μια εξαιρετική μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά)-μιας συγγραφέως που κινείται ανάμεσα σε Αθήνα και Νέα Υόρκη-αναπλάθει για χάρη μας την Αθήνα του 1988 μέσα από τα μάτια του μαύρου ποιητή και μποξέρ Μάιλο και του λευκού αλκοολικού Τζάσπερς. Ζώντας την ζωή σαν δύο ήρωες βγαλμένοι από το ανεξάρτητο σινεμά του Γκας Βαν Σαντ, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας θα αναγκαστούν να εργαστούν ως κράχτες σε κάποιο από τα λαϊκά ξενοδοχεία πέριξ του σταθμού Λαρίσης, εκεί όπου η συνάντησή τους με την Αμερικανίδα Μπράιντι θα ανατρέψει τα πάντα στις ζωές τους. Η ματιά αυτών των πρωταγωνιστών πάνω στις πρακτικές προσέλκυσης τουρισμού της εποχής είναι πραγματικά αποκαλυπτική για όσους δεν είχαν την ευκαιρία να τη βιώσουν σε όλο της το μεγαλείο: “Η δουλειά του κράχτη είναι να λέει ένα κάρο ψέματα για το μέρος στο οποίο μένει, και μετά να πείθει τους άλλους να πάνε εκεί μαζί του. Τα ξενοδοχεία όπου έμεναν οι κράχτες ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, χαμένα ανάμεσα στα χαμηλά τσιμεντένια κτίρια της συνοικίας των μπουρδέλων. […] Ήταν όλα τους αποπνικτικά, το καλοκαίρι ψηνόντουσαν από τη ζέστη, και ήταν πολύ μακριά από τα αρχαία που είχαν έρθει όλοι για να δουν.”

Την ιστορία της Άνας Μαγκνταλένα Μπαχ αφηγείται ο αιωνίως αγαπημένος νομπελίστας Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες (1927-2014) στη νουβέλα του Τα Λέμε τον Αύγουστο (εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Δέσποινας Δρακάκη). Κάθε 16η Αυγούστου, η Άνα-συνοδεία κάθε φορά και ενός άλλου λογοτεχνικού αριστουργήματος (πότε Στόκερ, πότε Μπράντμπερι, πότε Ντιφόου)-επισκέπτεται ένα νησί της Καραϊβικής για να καταλύσει μόνη της στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου. Μαζί με τα λουλούδια που εναποθέτει στο μνήμα της μητέρας της που βρίσκεται στο νησί, αφήνεται για μία και μόνη βραδιά να παρασυρθεί κάθε φορά και μέσα στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα. Ο τόνος του Τα λέμε τον Αύγουστο είναι λυρικός και δανείζεται κάτι από την υψηλή αισθηματική λογοτεχνία που λάτρευε τόσο ο Μάρκες όσο και ο Μπόρχες. Ένα θέμα που στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα, θα είχε να προσφέρει μόνο σεξουαλικές σκηνές αλά άρλεκιν, στα χέρια του Μάρκες μετατρέπεται σε ένα μίγμα σπουδής πάνω στη θηλυκότητα και ενός ταξιδιού στον πυρήνα του μαγικού ρεαλισμού. «Στην επιστροφή στο ξενοδοχείο είδε ένα θαυμάσιο ουιπίλ από την Ουαχάκα σε ένα τουριστικό κατάστημα και της φάνηκε ιδανικό για το βράδυ. Ένιωθε απόλυτη κυρία του εαυτού της. Διάβασε χωρίς εκπλήξεις το τρίτο διήγημα των Χρονικών του Άρη, τηλεφώνησε στο σύζυγο της και διασκέδασαν με ερωτικά αστεία. Πλύθηκε, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τόσο όμορφο και ελεύθερο, σαν βασίλισσα των Αζτέκων εμπνευσμένη από το ουιπίλ, με εξαίρεση τα λουστρινενια παπούτσια. Της πέρασε από το μυαλό ότι κανονικά αυτό που θα ταίριαζε με το φόρεμα θα ήταν τα γυμνά πόδια, αλλά δεν το αποτόλμησε».

Για όσους αναζητούν μια επίσκεψη μέσω της φαντασίας σε χειμερινό θέρετρο καταμεσής του θέρους, τότε βιβλία όπως η ρομαντική κομεντί «Κλήση Αφύπνισης» (εκδόσεις Μεταίχμιο), της Beth O’Leary, θα δώσουν την πολυπόθητη απόδραση από το αυγουστιάτικο κλίμα αλλά και μία ευκαιρία για εξάσκηση της ενσυναίσθησης και του ανθρώπινου χιούμορ. Η μετάφραση της Δήμητρας Σταυρίδου ζωντανεύει τα αγγλικά λογοπαίγνια, την ευελιξία της συγγραφέως να κινείται ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο κλίμα και την screwball κωμωδία ενώ τα «τόξα» των χαρακτήρων κρύβουν εκπλήξεις από το δεύτερο κεφάλαιο μέχρι τη στιγμή που το τελευταίο δαχτυλίδι βρίσκει τον παραλήπτη του. ”Οι άνθρωποι πηγαίνουν σ’ ένα ξενοδοχείο αυτή την εποχή του χρόνου για διάφορους λόγους, και συνειδητοποίησα ότι ο λόγος του κυρίου Τάουνσεντ ήταν ακριβώς ίδιος με τον δικό μου: δεν ήθελε να περάσει τα Χριστούγεννα μόνος του. Οπότε, τον βόλεψα εδώ, στο κέντρο της δράσης. Τον προέτρεψα να βλέπει τους οικοδόμους όχι ως αναστάτωση της λειτουργίας του ξενοδοχείου, αλλά ως μέρος αυτής. Τώρα που ξέρει ότι ο ψηλός μισεί αυτόν με την αλογοουρά και ότι ο υπεύθυνος είναι σίγουρα ερωτευμένος με τη μοναδική γυναίκα της ομάδας, τον χαροποιεί να κάθεται εδώ στο λόμπι και να παρακολουθεί τα καμώματά τους-και τα δικά μας“.

Ως τόπος μνήμης και τραύματος λειτουργεί το ξενοδοχείο στο μυθιστόρημα της Σοφίας Διονυσοπούλου, Η Κόρη του Ξενοδόχου (από τις εκδόσεις Άγρα). Το έργο της Διονυσοπούλου κινείται σε δύο χρονικά πλαίσια και σε δύο διαφορετικά είδη δράσης. Αρχικά, η εξωτερική δράση εστιάζει σε μνήμες από τις τελευταίες μέρες ενός παραθαλάσσιου ξενοδοχείου στο μακρινό 1975. Η επαφή με την κατοικία μητέρας και κόρης, η επίσκεψη της θείας και το ξύπνημα του έρωτα αποτελούν τα βασικά συστατικά μιας λυρικής αφήγησης που φέρνει μνήμες από τα μυθιστορήματα της Ντυράς. Σε έναν εντελώς διαφορετικό τόνο κινείται ο δεύτερος χρονικός άξονας του μυθιστορήματος, στο 2000, μέσα σε ένα παραλήρημα σκέψεων, σκληρότητας και κάποτε ζυγισμένης αποστασιοποίησης από το δράμα. Η ανασύνθεση των αισθήσεων του καλοκαιριού μιας περασμένης εποχής αναγορεύουν το μυθιστόρημα της Διονυσοπούλου σε ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για τους λάτρεις της ενδοσκοπικής αφήγησης. “Ντύθηκε και προχώρησε προς το ξενοδοχείο. Τα χαλίκια του έγδερναν τα πέλματα, αλλά ο πόνος του έδινε μια αίσθηση ελευθερίας. Από μικρός περπατούσε ξυπόλυτος, τότε που ακόμη μάτωναν τα πόδια του, μα δεν τον ένοιαζε, το προτιμούσε από το σφίξιμο των παπουτσιών και, επιπλέον, ένιωθε ότι δεν είχε τίποτε να κρύψει, όποιος φοράει παπούτσια φοράει άλλες δύο μάσκες, σύνολο τρεις, γιατί στο πρόσωπο όλοι φορούν…“

Αναζητάτε μια διέξοδο από το τυπικό τουριστικό θέρετρο του καλοκαιριού; Τότε δεν έχετε παρά να βρείτε καταφύγιο στην αχανή πανσιόν της αινιγματικής κυρίας Φλόρας. Σε αυτή την πανσιόν, που ξεπήδησε μέσα από την φαντασία του ταλαντούχου συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέξη Σταμάτη, μπορεί κανείς να συναντήσει μυθικούς ήρωες του θεάτρου και της λογοτεχνίας, από τη Μπλανς Ντυμπουά μέχρι την Έντα Γκάμπλερ και επιπλέον να ανακαλύψει ποιο από τα απειράριθμα θα μπορούσε να είναι το τέλος ή η προέκταση της πρωτότυπης ιστορίας τους. Το Λευκό Δωμάτιο (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ένα λογοτεχνικό γαϊτανάκι που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας όχι ως μια επίδειξη λογοτεχνικών γνώσεων αλλά ως ένα ιδιότυπο υπαρξιακό θρίλερ που διαβάζεται απνευστί.

«Άλλοι άντρες γυρίζουν στη θαλπωρή των σπιτιών τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους. Εγώ γυρίζω στους πολυέλαιους του λόμπυ, στην καμαριέρα καις τον πορτιέρη…» (Άφιξη στο ξενοδοχείο, 1929). Ο κόσμος της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, μιας ηπείρου σε αναβρασμό, μιας ηπείρου τσακισμένης, μια ηπείρου σε μετάβαση, ζωντανεύει μέσα από τα άρθρα του Joseph Roth στο βιβλίο Τα Χρόνια των Ξενοδοχείων. Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους, εκδ. ΑΓΡΑ. Ο συγγραφέας – δημοσιογράφος, γυρνά τις ευρωπαϊκές πόλεις, στέλνοντας τα άρθρα του σε εφημερίδες. Τα κείμενα του, γραμμένα για να περιγράψουν την επικαιρότητα της εποχής του, έχουν σήμερα αξία ιστορική ως μάρτυρες μιας δύσκολης εποχής. Πολιτικοί, απλοί άνθρωποι, στρατιωτικοί, πόλεις, δρόμοι και βέβαια ξενοδοχεία είναι οι πρωταγωνιστές των άρθρων του Roth, τα οποία δεν εξαντλούνται σε μια απλή περιγραφή αλλά καταπιάνονται με την ζωντανή αναπαραγωγή της πραγματικότητας των κοινωνιών του μεσοπολέμου. Πράγματι «σε κάθε σελίδα του Roth υπάρχει ένα ποίημα».

Η συγγραφέας Λουκία Δέρβη, με τη σειρά της, μας προσκαλεί για ένα ταξίδι πίσω στη δεκαετία του 1990, και μια αλυσίδα από καλοκαιρινές ιστορίες με φόντο την Ακρόπολη όπου πρωταγωνιστεί μια πινακοθήκη χαρακτήρων που εργάζονται στο ξενοδοχείο Excelsior της πλατείας Συντάγματος. Γραμμένο με τη λογική της βινιέτας, βγαλμένο θαρρείς από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του Ρόμπερτ Όλτμαν, το μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη Θέα Ακρόπολη (από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) έρχεται με όχημα το χιούμορ να αποκαλύψει έναν ολόκληρο αθέατο κόσμο- τον κόσμο των ένστολων υπαλλήλων- εξερευνώντας με πολλούς τρόπους την ταυτότητα του ατόμου κατά την βάρδια του αλλά και όταν η στολή υπηρεσίας αφαιρείται.

Η τολμηρή, αστεία και διεισδυτική ματιά της Έρσης Σωτηροπούλου μάς προσκαλεί για ένα Εορταστικό Τριήμερο στα Γιάννενα (σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για τη διαδρομή χειραφέτησης μιας γυναίκας που αφήνει για λίγο τη ρουτίνα της για να περάσει ένα τριήμερο στα Γιάννενα με έναν άγνωστο άνδρα—για την παρέλαση, για ένα ρυζόγαλο, για «όπου μας βγάλει». Μέσα από το σκηνικό της βροχής, της επαρχίας, της παρέλασης, αλλά και του ξενοδοχείου Εσπέρια, η αφήγηση γίνεται ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το σώμα και τη μνήμη, το αστείο και το σκοτεινό. Τα συστατικά της ίδιας της ζωής εν τέλει. “Το ξενοδοχείο ήταν τριώροφο, χτισμένο πρόσφατα στην άκρη ενός αδιέξοδου. Στην ρεσεψιόν δεν υπήρχε κανείς κι αυτός μ’ έστειλε πίσω στο γκαράζ να φωνάξω κάποιον. Έξω στον δρόμο η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει με βαριές, αραιές σταγόνες…“

Για τους λάτρεις των genre-bending whodunnits, η Nita Prose προσφέρει την άλλοτε ξεκαρδιστική και άλλοτε τρομακτική Καμαριέρα (εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Βούλας Αυγουστίνου), που διαδραματίζεται επίσης μέσα σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο. Το αστυνομικό μυστήριο βρίσκει τον μάστορά του στο πρόσωπο της Μόλι Γκρέι, μιας εκκεντρικής καμαριέρας της οποίας η απολύτως τακτοποιημένη ρουτίνα διασαλεύεται όταν ανακαλύπτει έναν διάσημο ένοικο νεκρό στην πανάκριβη σουίτα του. Η κλασσικότροπη αφήγηση μυστηρίου σμίγει με το χιούμορ αλλά και την διαφορετικότητα, μιας και η πρωταγωνίστρια βρίσκεται όχι μόνο στο επίκεντρο των αστυνομικών ερευνών αλλά και στο φάσμα του αυτισμού, και κάθε της αντίδραση προσθέτει μια απρόβλεπτη διάσταση στην εξέλιξη της πλοκής.

Στο μυθιστόρημα Η Πικρή Αλήθεια του Δημήτρη Σωτάκη (εκδόσεις Κέδρος) ξετυλίγεται η ιστορία μιας τετραμελούς οικογένειας — του Πο, της Μαρίας και των δύο παιδιών τους — που επισκέπτονται για άλλη μια φορά το αγαπημένο τους ξενοδοχείο, όπου έχουν περάσει πολλά καλοκαίρια. Πρόκειται για άλλη μία περίπτωση, όπου το ξενοδοχείο από ειδυλλιακό θέρετρο μετατρέπεται σε τόπο σύγκρουσης, ανίχνευσης της ταυτότητας του Άλλου και εσωτερικών τραυμάτων, ενώ η αφήγηση διαχειρίζεται με μαεστρία την ένταση ανάμεσα στο λυρισμό και την ωμή πραγματικότητα. Η πένα του Σωτάκη παραμένει ευθύβολη, καθαρή και ενίοτε πικρή, εναρμονίζοντας το ύφος με το περιεχόμενο του έργου. “Η ιδέα για τις διακοπές στη Γέρικη Αρκούδα είχε γεννηθεί από μια τηλεοπτική διαφήμιση. Έτσι, τόσο απλά. Στην αρχή όλοι είχαν γελάσει με το όνομα του ξενοδοχείου, που ήταν χτισμένο στο δυτικό άκρο της μεγαλύτερης οροσειράς της χώρας, εξακόσια χιλιόμετρα μακριά από το πολυτελές διαμέρισμά τους. Τέσσερα χρόνια πριν είχαν τολμήσει για πρώτη φορά να κάνουν το πείραμα και να το επισκεφθούν, και όχι απλώς δεν το είχαν μετανιώσει, αλλά από τότε τους είχε πιάσει ένα είδος εμμονής με αυτό“.

Στο μυθιστόρημα Brandy Sour της Κωνσταντίας Σωτηρίου (εκδόσεις Πατάκη), το ιστορικό ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία μετατρέπεται σε ζωντανό σύμβολο μιας χώρας—της Κύπρου—που περνάει από ελπίδες και προσδοκίες σε απώλειες και τραύματα. Αποτελείται από είκοσι δύο σύντομες ιστορίες, γραμμένες σε είκοσι δύο δωμάτια, και κάθε μία συνδυάζεται με μια συνταγή ποτού ή ροφήματος, από brandy sour μέχρι σουμάδα και κουμανταρία, συνδέοντας βιώματα και γεύσεις με την κυπριακή μικροϊστορία και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα. Οι περιγραφές, τέλος, ανάγουν την αρχιτεκτονική του ξενοδοχείου στη σφαίρα του μυθικού: “Στην είσοδο του Μεγάλου Ξενοδοχείου είναι σκαλισμένος στο πάτωμα ένας τεράστιος γρύπας. Είναι φτιαγμένος με ελληνικό μάρμαρο και βαμμένος μπλε και στέκεται φρουρός στην πόρτα και δεν θα αφήσει να μπουν μέσα κανένα ψέμα και κανένα κακό. […] Οι γρύπες είναι ζώα της Μεσοποταμίας και της Μέσης Ανατολής, αλλά κάποτε έρχονται και ζούνε και στα δικά μας μέρη. Είναι σύμβολα του παλιού μας κόσμου και η ευχή μας για το καλό του μέλλοντος”.

Από τον μεγάλο δεξιοτέχνη της αστυνομικής λογοτεχνίας, Ζωρζ Σιμενόν, έχουν προκύψει πολλές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον δαιμόνιο επιθεωρητή Μαιγκρέ. Στα Υπόγεια του Ματζέστικ (από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ) ο αναγνώστης ακολουθεί τα βήματα ενός φόνου και του επακόλουθου μυστηρίου στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο των Ηλυσίων Πεδίων. Η οξύτατη ειρωνεία του Σιμενόν, σε συνδυασμό με τις διεισδυτικές περιγραφές του κόσμου της κυρίαρχης τάξης προσθέτουν στο συναρπαστικό αυτό έργο τις απαραίτητες στρώσεις κοινωνικής κριτικής που χρειάζονται ώστε να απογειωθεί ένα μυθιστόρημα του αγαπημένου αυτού λογοτεχνικού είδους. “Ένας αχανής διάδρομος, ατέλειωτες πόρτες με αριθμούς, ένα κόκκινο χαλί απίθανου μήκους. Στην ουσία, οποιοσδήποτε πελάτης μπορούσε να σπρώξει αυτή την πόρτα και να έχει πρόσβαση στο υπόγειο. Ήταν όπως και η είσοδος από την Οδό ντε Ποντιέ. Δύο παρκαδόροι, ένα θυρωρός, δυο-τρεις γκρουμ στέκονταν μπροστά στη στριφογυριστή πόρτα της λεωφόρου των Ηλυσίων Πεδίων, όμως ο πρώτος περαστικός μπορούσε να μπει στο Ματζέστικ απ’ την πόρτα υπηρεσίας και είναι πιθανόν ότι κανείς δεν θα ανησυχούσε για την εκεί παρουσία του.“

Τα θέματα της παιδικής κακοποίησης, της εφηβικής παραβατικότητας και του bullying προσεγγίζει με έναν ανασυνθετικό τρόπο ο Στέφανος Παπαδημητρίου στην πιο πρόσφατη νουβέλα του, Η Σφαγή των Αθώων (εκδόσεις Ψυχογιός). Προερχόμενος από μια γενιά που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εκπομπές αληθινών εγκλημάτων και τις σπαζοκεφαλιές των ασιατικών θρίλερ, δανείζεται στοιχεία από την φρικώδη ατμόσφαιρά τους καθώς αφηγείται την ιστορία του Ερμή, ενός μαθητή γυμνασίου που ένα βράδυ του 1996 δολοφόνησε τους συμμαθητές και τους καθηγητές του σε ένα ξενοδοχείο στο Πήλιο. Μπαίνοντας μέσα στο μυαλό του μοναδικού επιζώντα, ο Παπαδημητρίου δεν διστάζει να αποδομήσει τους κανόνες της γραμμικής αφήγησης, σε μια προσπάθεια να εξερευνήσει τον αντίκτυπο του τραύματος στο άτομο αλλά και να ανιχνεύσει την δαιδαλώδη πορεία προς τα κοινωνικά αδιέξοδα.

Εάν αρέσκεστε στα μυθιστορήματα που αποτελούν τοιχογραφίες μιας ολόκληρης εποχής, τότε το Οτέλ Κονσταντινίγε του Τούρκου Ζουλφί Λιβανελί (από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη) είναι ένα έργο για εσάς. Σε ένα βιβλίο που κυλάει γοργά και με χάρη (εξαιτίας προφανώς και της σύνδεσης που έχει ο Τούρκος μουσικός με τον ρυθμό και τη μελωδία), η Κωνσταντινούπολη ξεδιπλώνεται μέσα από το σκηνικό ενός υπερπολυτελούς ξενοδοχείου, χτισμένου πάνω στα ερείπια ενός βυζαντινού παλατιού, τις τελευταίες μέρες του 2014. Το Κονσταντινίγε — όπως λεγόταν η πόλη επί Οθωμανών και στον αραβικό κόσμο — γίνεται το επίκεντρο μιας πολυπρόσωπης γιορτής, όπου συναντιούνται πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι αλλά και οι αόρατοι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου, ενώ παράλληλα «παρευρίσκονται» και οι νεκροί που στοιχειώνουν την ιστορία της πόλης. “Η πλειονότητα των προσώπων που βρίσκονται στη σάλα και χαρακτηρίζονται ως οι μεγιστάνες της Ινσταμπούλ βλέπονται μεταξύ τους αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα. Συχνάζουν στους ίδιους κύκλους, ζουν αποκλειστικά μέσα στη φυλή τους και όχι έξω απ’ αυτήν. Οι αφορμές για να συναντηθούν είναι πρωτίστως οι κομψές γαμήλιες τελετές στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, που το καλοκαίρι γίνονται δίπλα στην πισίνα και τον χειμώνα στην αίθουσα δεξιώσεων”.

Leave A Comment