Το γερμανικό Ίδρυμα Arp [Stiftung Hans Arp und Sophie Taeuber-Arp e.V., Βερολίνο και Remagen] ανέλαβε, μέσω της δωρεάς των περισσότερων από τα 300 περίπου γύψινα προπλάσματα του καλλιτέχνη της κατοχής του σε σημαντικά διεθνή μουσεία, που θα τα μοιράζονταν με ίσους όρους, συγκεκριμένα με κλήρωση. Η απόφαση αυτή ήρθε ως αποκορύφωμα της πολυετούς, διεπιστημονικής έρευνας για την ταυτοποίηση και την τεκμηρίωση του συγκεκριμένου γλυπτικού συνόλου, το οποίο συγκροτούν τόσο τα γύψινα προπλάσματα και αντίτυπα της περιόδου 1930-1966, όσο και εκείνα που φιλοτεχνήθηκαν μετά τον θάνατό του.  

Ανάμεσα στα κορυφαία μουσεία σε όλο τον κόσμο που έγιναν αποδέκτες της «πρωτοφανούς» σε κλίμακα και σπουδαιότητα δωρεάς, συμπεριελήφθη και η Εθνική Πινακοθήκη χάρη στην πρωτοβουλία της επιμελήτριας Αρτέμιδας Ζερβού. Μέσω της συγκεκριμένης δωρεάς η Εθνική Πινακοθήκη εντάσσεται στο παγκόσμιο δίκτυο έρευνας, ανταλλαγής γνώσης και προώθησης της μελέτης του έργου του κορυφαίου δημιουργού.

Ο Γαλλο-Γερμανός Hans (Jean) Arp (1886-1966) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς, πολυσχιδείς και επιδραστικούς καλλιτέχνες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.  Γλύπτης, ζωγράφος, καινοτόμος του κολάζ και του ανάγλυφου, σχεδιαστής και ποιητής, ο Arp συνδέθηκε καλλιτεχνικά με τα σπουδαιότερα κινήματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας – Γαλάζιος Καβαλάρης, De Stijl, παρισινός Σουρεαλισμός, Cercle et Carré, Abstraction-Création –, το 1916 υπήρξε μάλιστα ιδρυτικό μέλος του κινήματος Dada στη Ζυρίχη. 

Από το 1930 και εξής, ο Arp κινήθηκε προς δύο κυρίως κατευθύνσεις: διερεύνησε την έννοια του τυχαίου με τα «σκισμένα χαρτιά» του, τα περίφημα papiers déchirés, και εξέλιξε τα ξύλινα αφηρημένα ανάγλυφά του από τις δεκαετίες 1910 και 1920 σε περίοπτα, ελεύθερα στο χώρο γλυπτά, πλασμένα στον γύψο. Χάρη σε αυτό κυρίως το γλυπτικό έργο, η τεχνοτροπία του οποίου είναι γνωστή με τον όρο «οργανική αφαίρεση», ο Arp καθιερώθηκε μεταπολεμικά ως εμβληματική μορφή της μοντέρνας τέχνης, το 1954 τιμήθηκε μάλιστα με το Μεγάλο Βραβείο Γλυπτικής στην Μπιενάλε της Βενετίας. 

«Δεν θέλουμε να αντιγράφουμε τη φύση. Δεν θέλουμε να αναπαράγουμε· θέλουμε να παράγουμε, όπως ένα φυτό παράγει έναν καρπό», είναι μια από τις πολύ γνωστές φράσεις του Arp. Η φύση ήταν η μεγάλη δύναμη, η αρχή και η πηγή της τέχνης του. Σε αντίθεση, όμως, με τον παραδοσιακό καλλιτεχνικό κανόνα που υπαγόρευε την αναπαράσταση της φύσης, ο Arp εμπνεύστηκε από τις πρωτογενείς αρχές και διαδικασίες που διέπουν τον φυσικό κόσμο: γέννηση, ανάπτυξη, μεταμόρφωση. 

Η πρώτη ύλη της γλυπτικής του Arp ήταν ο γύψος, γεγονός που τον διαφοροποιεί από την πλειονότητα των ομότεχνων του, καθώς παραδοσιακά ένα γύψινο αντίτυπο αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο πρόπλασμα, που συνήθως πλάθεται σε πηλό, και την τελική χύτευση στον μπρούντζο ή τη λάξευση στην πέτρα ή το μάρμαρο.  

Ο Arp, δεν επιθυμούσε τα γύψινα αυτά γλυπτά να κυκλοφορούν στην αγορά έργων τέχνης· ήθελε να ανήκουν αποκλειστικά σε μουσεία. Η δεύτερη σύζυγός του, Marguerite Hagenbach-Arp, ακολούθησε μετά τον θάνατό του τις οδηγίες του και δώρισε πλήθος γύψινων προπλασμάτων σε σημαντικά μουσεία, όπως τα Solomon R. Guggenheim, Hamburger Kunsthalle και Kröller-Müller, με βασικό σκοπό να αποφευχθεί κάθε μελλοντική, μη εξουσιοδοτημένη αναπαραγωγή τους.  

Share This Story, Choose Your Platform!