Η διασύνδεση της Αθήνας με το λιμάνι του Πειραιά ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να παίξει η Αθήνα το ρόλο της ως πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Ήδη από την αρχαιότητα η οδός Πειραιώς είχε αναλάβει αυτό τον καίριο ρόλο, διατηρώντας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας κεντρική θέση στη ζωή της Αθήνας. Ήταν πάντα ένας δρόμος «ζωντανός» με μεγάλη κίνηση, ακολουθώντας βέβαια τις περιόδους ακμής και παρακμής της Αθήνας.
Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Οθωμανούς η εικόνα της οδού Πειραιώς ήταν αυτή ενός δύσβατου δρόμου που ένωνε το λιμάνι του Πειραιά με την οδό Ερμού. Διασχίζοντας την κανείς διέκρινε έρημες, ελώδεις εκτάσεις, χωράφια, αμπέλια και ελαιώνες. Ωστόσο, αυτή η εικόνα θα άλλαζε με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα της χώρας.
Η οδός Πειραιώς υπήρξε ο πρώτος δρόμος που αποφασίστηκε στην περίοδο της βασιλείας το Όθωνα να χαραχτεί, να διανοιχθεί και να οδοστρωθεί. Η ολοκλήρωση του λιθόστρωτου δρόμου μήκους 8 χλμ το 1836 διευκόλυνε όχι μόνο τη μεταφορά προϊόντων στην Αθήνα αλλά και την ίδια την ανοικοδόμηση της πόλης. Πλέον, η μεταφορά οικοδομικών υλικών για τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια ήταν πολύ ευκολότερη και ταχύτερη. Την μεταφορά αναλάμβαναν άλογα και καμήλες, κάρα και άμαξες.
Η διάνοιξη του δρόμου έφερε σταδιακά και την ανοικοδόμηση αρχοντικών στις παρυφές του, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα άνοιξε ο ο δρόμος για την εκβιομηχάνιση του με κεραμοποιεία, ασβεστοκάμινα και βυρσοδεψία να χτίζονται στο μήκος του.
Ήταν ωστόσο από αρκετά νωρίς φανερό ότι η οδός Πειραιώς δεν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες επικοινωνίας της πρωτεύουσας με το λιμάνι. Έτσι μετά από κάποιες ανεπιτυχείς προτάσεις, το 1867 ο Άγγλος επιχειρηματίας Εδουάρδο Πίκερινγκ ανέλαβε την κατασκευή του σιδηρόδρομου που θα σύνδεε τον Πειραιά με το Θησείο.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1869 πραγματοποιήθηκε η πρώτη διαδρομή σε πανηγυρικό κλίμα. με επιβάτες στο πρώτο δρομολόγιο τη Βασίλισσα Όλγα, τον Πρωθυπουργό Ζαΐμη, υπουργούς, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και άλλους επισήμους. Η ατμοκίνητη μηχανή με τα 6 βαγόνια που μετέφερε, κάλυπτε τα 8 χιλιόμετρα της διαδρομής σε μόλις δεκαέξι λεπτά.
Η κατασκευή του σιδηρόδρομου έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό καθώς σηματοδοτούσε την πρόοδο και την αναβάθμιση της Αθήνας σε μια σύγχρονη πόλη. Παρόλα αυτά δεν έλειπαν και τα παράπονα: «Χθες έγιναν τα εγκαίνια του σιδηροδρόμου…. Από της σήμερον ήρχισε τακτικώς τα ταξέιδια του, αλλά αι τιμαι των θέσεων είναι εξωγκωμέναι. Η πρώτη θέση προσδιωρίσθη εις μιαν δραχμήν, η δευτέρα εις 75 λεπτά, η τρίτη εις 45. Η απόστασις είναι πολύ μικρά, ανάλογος δε έπρεπε να είναι και αι τιμαί των θέσεων, εκτός τούτου τα καθίσματα είναι όλα γυμνά και αυτής της πρώτης θέσεως, πράγμα ασύνηθες και άτοπον.».
Ανάμεσα στα άλλα έργα υποδομής που συνέχισαν να κατασκευάζονται για τη βελτίωση του σιδηροδρόμου, ξεχωρίζει η αντικατάσταση της ατμοκίνησης με τον ηλεκτρισμό τη διετία 1898 – 1900. Πλέον είχε δημιουργηθεί ο «Ηλεκτρικός».
Το 1880 ιδρύθηκε η «Ανώνυμος Εταιρεία του απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου» (ΣΑΠ) που ανέλαβε τη λειτουργία του σιδηροδρόμου. Ανάμεσα στα άλλα έργα που πραγματοποίησε η Εταιρεία στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της συγκαταλέγεται η κατασκευή νέων βαγονιών, εξωραϊστικά έργα στο Νέο Φάληρο που αναδεικνυόταν σε παραθεριστικό προορισμό, κατασκευή νέων σταθμών όπως ΘΗΣΕΙΟ και ΠΕΙΡΑΙΑΣ.
Ο σταθμός του Πειραιά κατασκευάστηκε πολύ κοντά στην προκυμαία του λιμανιού. Το κτίριο είχε ορθογώνια ανοίγματα, κορινθιακές κολώνες, βυζαντινού τύπου κεραμίδια και ακροκέραμα στην οροφή. Η εικόνα του θύμιζε αρκετές τις επαύλεις που κατασκευάζοντας κατά τον 19ο αιώνα στο Φάληρο.
Ωστόσο, ο σταθμός έδωσε τη θέση του στον Μέγαρο του ΗΣΑΠ που ανεγέρθηκε περίπου στην ίδια θέση κατά το μεσοπόλεμο. Η μεγαλοπρεπής σημερινή εικόνα του σταθμού ΠΕΙΡΑΙΑΣ οφείλεται στον αρχιτέκτονα Ιωάννης Mιχ. Αξελός και του αδελφού του, πολιτικού μηχανικού Mιλτιάδη Mιχ. Aξελού, που ανέλαβαν την κατασκευή του τη διετία του 1928 – 1929. Ακολουθεί τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής, και αποτελεί μικρογραφία του σιδηροδρομικού σταθμού του Μιλάνου. Ο σταθμός υπήρξε ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στο οποίο κυριαρχεί το εκλεκιστικό αρχιτεκτονικό ύφος και δεσπόζει ο μεγάλος γυάλινος θόλος.
Ο σταθμός έγινε αμέσως σημείο αναφοράς για τον Πειραιά. Πολλοί ήταν οι επαγγελματίες που έσπευσαν να νοικιάσουν γραφεία εντός του Μεγάρου του σταθμού.
Μπροστά στο σταθμό δημιουργήθηκε η πλατεία Λουδοβίκου. Ο επισκέπτης αισθάνεται δικαίως ότι ο χώρος υπήρξε διαχρονικά ένα σημείο αναφοράς. Η ονομασία της πλατείας έχει τη δική της ενδιαφέρουσα ιστορία. Πριν τη δεκαετία του 1930, η συγκεκριμένη πλατεία ονομάζονταν πλατεία Λουδοβίκου, ενώ στις 22 Ιουνίου 1937 μετονομάζεται σε πλατεία 4ης Αυγούστου (με την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία). Κατόπιν, στις 17 Φεβρουαρίου 1945, η εν λόγω πλατεία θα μετονομαστεί σε πλατεία Φραγκλίνου Ρούσβελτ, προς τιμήν των Αμερικανών Συμμάχων.
Ο τελευταίος σταθμός σε αυτή την ασυνήθιστη εναλλαγή ονομάτων έρχεται για την πλατεία στις 24 Ιανουαρίου 1994. Είναι η ημερομηνία, σύμφωνα με τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου Πειραιά (63/94) όπου συμφωνείται η «μετονομασία της πλατείας Λουδοβίκου (Ρούσβελτ) έμπροσθεν του Ηλεκτρικού Σταθμού σε πλατεία Οδησσού, με την ευκαιρία της επετείου της 25ης Μαρτίου 1994 και της παρουσίας κατά τον εορτασμό της αντιπροσωπείας, της αδελφοποιημένης με το Δήμο μας, πόλης Οδησσού».
Η πλατεία του σταθμού ήταν πάντα, και παραμένει, ένα από το πιο πολύβουα και πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Επιβάτες που αποβιβάζονται από το τραίνο για να κατευθυνθούν στο λιμάνι, επιβάτες των πλοίων που φτάνοντας στον Πειραιά θέλουν να μετακινηθούν στην Αθήνα, εργαζόμενοι, τουρίστες και περαστικοί δίνουν στην πλατεία την ενέργεια που είναι μοναδική. Για πολλά χρόνια στην πλατεία βρισκόταν η αφετηρία των αστικών λεωφορείων και η πιάτσα των ταξί. Ακριβώς αυτή η κινητικότητα έκανε από την αρχή της δημιουργίας της την πλατεία Λουδοβίκου πόλο έλξης για μικροπωλητές, και μικροκαταστηματάρχες. Καταστήματα με προϊόντα όλων των ειδών άνοιξαν τους γύρω δρόμους δίνοντας στην περιοχή τον εμπορικό χαρακτήρα που διατηρεί εδώ και δεκαετίες.
Και δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο κατάλληλο σημείο για την ανέγερση του Μεγάρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά. Το κτήριο είναι τοπόσημο της πόλης του Πειραιά ήδη από τα πρώτα χρόνια της κατασκευής του,1949 -1953, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Κυπριανού Μπίρη, Μιχαήλ Κανάκη και Δημητρίου Τριποδάκη. Οι ενέργειες για την ανέγερση ενός μεγάρου ικανού να καλύψει τις ανάγκες του Επιμελητηρίου ξεκίνησαν από την περίοδο του Μεσοπολέμου όταν οι Πρόεδροι Γεώργιος Στρίγκος και Παναγιώτης Κάντζιας συστηματικά αγόραζαν όμορα οικόπεδα. Στα μεταπολεμικά χρόνια, παρά τις δυσχερείς συνθήκες συγκεντρώθηκε το απαραίτητο ποσό από τη συνεισφορά των έμπορων της πόλης. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1950 και τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 1957.
Από το Μέγαρο του ΕΒΕΠ ξεκινά η οδός Ναυαρίνου, από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης ήδη από το 19ο αιώνα αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, με καταστήματα, βιοτεχνίες, τράπεζες, χώρους εστίασης.
Στη διασταύρωση με την οδό Καποδιστρίου, εδώ και περισσότερο από αιώνα στέκει το ξενοδοχείο «Σπάρτη». Το διώροφο νεοκλασικό είχε στεγάσει τη Γαλλική Πρεσβεία κατά τις δεκαετίες 1850-1890 και στη συνέχεια το Ναυαρχείο του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδος μέχρι το 1910. Έκτοτε λειτουργεί ως ξενοδοχείο έλκοντας την ονομασία του από την πόλη καταγωγής του πρώτου ιδιοκτήτη. Πολλά ήταν τα ξενοδοχεία που βρίσκονταν στην πολυσύχναστη περιοχή και μάλιστα στην Πλατεία Ρήγα Φεραίου, περισσότερο γνωστή ως Πλατεία Αμαξών, που ονομάστηκε έτσι ακριβώς επειδή εκεί συγκεντρώνονταν οι άμαξες.
Η οδός Ναυαρίνου, οδηγούσε στην εμβληματική κλειστή αγορά της Δημοτικής Αγοράς Πειραιά που κυριαρχούσε στην περιοχή από το 1860 ως το 1968. Η δημιουργία της Αγοράς ήταν μια ανάγκη για την αναπτυσσόμενης πόλη του Πειραιά των μέσων του 19ου αιώνα. Περιλάμβανε μικρά καταστήματα, (αρτοποιεία, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία και λαχανοπωλεία, χωρισμένα σε τέσσερεις αντίστοιχους τομείς.) Μαζί με την παρακείμενη εκκλησία της Αγίας Τριάδας αποτελούσε το κέντρο της ιστορικής, ομώνυμης συνοικίας του Πειραιά. Στην περιοχή της Αγοράς, λειτουργούσαν ακόμα καφενεία, ταβέρνες για την εξυπηρέτηση των πελατών και των εμπόρων αλλά και χώρος συνάντησης των γνωστών ρεμπετών της εποχής. Η Δημοτική Αγορά κατεδαφίστηκε το 1969 για να δώσει τη θέση της στον Εμπορικό Πύργο του Πειραιά.
Leave A Comment