Κατερίνα Ζωγράφου

Τμήμα Αναγνωστηρίου και Αρχειακής Έρευνας, ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία

Το πιο απομονωμένο νησί στο Βόρειο Αιγαίο φιλοξενεί σήμερα περίπου 270 μόνιμους κατοίκους και αποτελεί προορισμό εναλλακτικών διακοπών. Στο άκουσμα του ονόματός του, ωστόσο, συνειρμικά έρχεται στο νου μία από τις πιο μελανές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αυτή του εκτοπισμού αντιφρονούντων. Ο Άγιος Ευστράτιος, την περίοδο 1929 – 1962, αποτέλεσε τόπο εξορίας για χιλιάδες κομμουνιστές και Αριστερούς  αγωνιστές.

Από το αρχείο της Κυβέρνησης Μέσης Ανατολής, το οποίο φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία (Κ.Υ.) των Γενικών Αρχείων του Κράτους (Γ.Α.Κ.)[1], πληροφορούμαστε για την υγειονομική και επισιτιστική κατάσταση των πολιτικών εξόριστων κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής μέσα από τη συνοπτική έκθεση που συνέταξε ο ιατρός Μάξιμος Μορίδης.

Τον Σεπτέμβριο του 1942, ο Μάξιμος Μορίδης επισκέπτεται το νησί του Αγίου Ευστρατίου ως απεσταλμένος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και γίνεται μάρτυρας των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραμένουν ως εξόριστοι ήδη από την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το φθινόπωρο του 1942 βρίσκονται στο νησί 74 κομμουνιστές κρατούμενοι και διαμένουν σε μία αίθουσα πολύ μικρή για τον αριθμό τους. Μεταξύ των κρατουμένων είναι τέσσερις γυναίκες και δύο παιδιά. Στο υπόγειο της αίθουσας κρατούνταν 31 εξόριστοι βαριά ασθενείς, οι οποίοι τον χειμώνα του 1941, μέσα σε συνθήκες ψύχους και ακραίας πείνας, απεβίωσαν όλοι.

Πολλοί κρατούμενοι πάσχουν από ασθένειες μεταξύ των οποίων φυματίωση, αδενοπάθεια, ελονοσία, πλευρίτιδα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Σχεδόν όλοι είναι ισχνοί και έχουν συμπτώματα υποσιτισμού. Το μέσον βάρος των 32 μέχρι 40 οκάδων. Είναι αναιμικοί, εξηντλημένοι, βαδίζουν μετά δυσκολίας στηριζόμενοι επί ράβδων». Ο ίδιος εξασφάλισε τη διακομιδή τριών ασθενών που έπασχαν από οίδημα και προειδοποιεί για το βέβαιο θάνατο ασθενή ο οποίος παραμένει στο νησί.

Ο γιατρός αναφέρει ότι «οι κρατούμενοι είναι εργατικοί και πειθαρχημένοι» και ότι «ο τέως Διοικητής της Χωροφυλακής τους ετυράννησε πολύ».

Καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι κατά το προηγούμενο έτος οι κρατούμενοι σώθηκαν χάρη στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και προτείνει οι αποστολές τροφίμων να παραδίδονται πρώτα στον Άγιο Ευστράτιο και μετά στη Λήμνο, ενώ θα πρέπει να τους δίδεται κυρίως ψωμί, ελαιόλαδο, ενδύματα, υποδήματα και σαπούνι.

Ο ιατρός επισημαίνει ότι το ταξίδι για τον Άγιο Ευστράτιο διαρκεί δύο μήνες, ενώ το νησί δεν διαθέτει κανένα μέσο συγκοινωνίας και επικοινωνίας με την υπόλοιπη χώρα και συμπεραίνει ότι το νησί είναι ακατάλληλο για τη φιλοξενία των κρατουμένων οι οποίοι θα πρέπει να μεταφερθούν σε άλλο τόπο εξορίας. Αυτό άλλωστε αποτελεί και επιθυμία των κατοίκων του νησιού.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους φυματικούς οι οποίοι διαμένουν χωριστά και δεν γίνονται δεκτοί στη Λήμνο, ενώ συνιστούν κίνδυνο για το νησί.

Το αντίγραφο της έκθεσης του ιατρού διαβιβάζεται στις 25 Νοεμβρίου του 1942 από το Πρόεδρο του Διεθνούς Κομιτάτου Ερυθρού Σταυρού στο Τμήμα Ειδικής Ασφάλειας και ακολουθεί αλληλογραφία με θέμα τη μετακίνηση των κρατουμένων.

Μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944, το στρατόπεδο εξορίας του Άη Στράτη έκλεισε και οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν. Την άνοιξη του 1947 ο Άη Στράτης άνοιξε και πάλι ως τόπος εξορίας αντιφρονούντων. Υπολογίζεται ότι από το 1947 μέχρι και το 1962 πέρασαν από το νησί περίπου 9.000 εξόριστοι.

[Πηγή: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Κυβέρνησης Μέσης Ανατολής]

[1] φάκελος 1882/4

Share This Story, Choose Your Platform!