Με τον Αμαζόνιο ξεκινά το καινούργιο εκθεσιακό πρόγραμμα του ΕΜΣΤ Extra Muros, το οποίο λαμβάνει χώρα εκτός των τειχών του Μουσείου. Με αναθέσεις καινούργιων έργων και άλλες δράσεις, το πρόγραμμα Extra Muros αναδεικνύει σημαντικά καλλιτεχνικά, πολιτιστικά, ευρύτερα πολιτικά τοπόσημα. Οι εκθέσεις Extra Muros θα δίνουν την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει αθέατες πλευρές της πόλης και στους καλλιτέχνες τη δυνατότητα να συνομιλήσουν εντός πλαισίου με τα σημάδια της ιστορίας.

Ο Αμαζόνιος βρίσκεται στο ρέμα Πολυδρόσου. Είναι ένα πολυδιάσταστο έργο του Δημήτρη Τσουμπλέκα, που εκτυλίσσεται στο παλιό εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, στο κτήμα τους στο Μαρούσι. Αποτελείται από φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους (απεικονίζουν τον χώρο και το τοπίο που τον περιβάλλει, νεκρές φύσεις τοποθετημένες στο εργαστήριο, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες), από γλυπτικές κατασκευές (αναπάντεχες συναρμογές αντικειμένων που κυρίως βρέθηκαν στο εργαστήριο, παλιών υλικών ζωγραφικής, οργανικών υλικών από την περιοχή), καθώς και από μια εγκατάσταση στον χώρο και δύο επιτόπιες προβολές βίντεο.

Ο Αμαζόνιος αναπτύσσεται σε πολλούς χώρους εντός και εκτός του εργαστηρίου του Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού. Καθώς ο επισκέπτης περνά από τον παλιό σκοτεινό θάλαμο («Το Αμπάρι») στο καθαυτό εργαστήριο, και από τις άδειες αποθήκες («Το Δάσος») στην εγκαταλελειμμένη πισίνα («Το Ποτάμι»), συναντά φασματικά έργα του Δημήτρη Τσουμπλέκα –φωτογραφίες και βίντεο, γλυπτά και εγκαταστάσεις, objets trouvés και συνθέσεις – με στοιχεία του ίδιου του χώρου: οργανικά υλικά, κλαδιά, φύλλα, πέτρες από το ρέμα και τον κήπο αλλά και  υλικά ζωγραφικής, τελάρα, καβαλέτα, πηχάκια κ.ά. Στο τέλος της διαδρομής, ο θεατής συναντά μια φωτεινή επιγραφή που κρέμεται ανάμεσα σε δύο δέντρα («Τον Αμαζόνιο»). Το σημείο θέασης ανοίγεται σε αυτό το κοντινό και ανοίκειο τοπίο, είναι μια ρωγμή στον αστικό ιστό. Ο «Αμαζόνιος» είναι ένα ταξίδι στη μνήμη και μια γνωριμία με μια κρυφή όψη της πόλης, ο διάλογος ενός σύγχρονου σημαντικού καλλιτέχνη με τους σπουδαίους προγόνους του, και με έναν τρόπο προγόνους όλων μας, κι ένα θραύσμα από μια πτυχή της Αθήνας που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά θυσιαστεί στο βωμό της αστικής ανάπτυξης.

Όπως λέει ο ίδιος ο Δημήτρης Τσουμπλέκας: «Τα τελευταία επτά χρόνια δούλεψα στο ίδιο το εργαστήριο αλλά και στην γύρω περιοχή, στο κτήμα που γνωρίζω από παιδί και στο παρακείμενο ρέμα Πολυδρόσου. Το ίδιο το έργο μου συνδιαλέγεται με την έννοια του καλλιτεχνικού εργαστηρίου ως τόπου παραγωγής ιδεών και πεδίο δοκιμών, με τη φωτογραφική γλώσσα, τη σχέση της με τη γλυπτική και την απεικόνιση, την καλλιτεχνική συγγένεια και την αγωνία της επίδρασης. […] Ασχολείται ακόμη με τη μνήμη, τα τοπία των παιδικών μας χρόνων και τη βίαιη συνήθως μεταμόρφωσή τους.

Ο Αμαζόνιος είναι το παιχνίδι χαρτογράφησης ενός οικείου σε όλους μας τόπου που πια δεν υπάρχει: της παιδικής ηλικίας. […].

Είναι επίσης μια σειρά συναντήσεων: με τον τόπο, τη μνήμη, τη φθορά που επελαύνει αδιατάρακτα, με την οργανική σύνδεση της αποσύνθεσης και της ζωής, με τους πεθαμένους μας και τον διάλογο που δεν σταματάει ποτέ, την επίδραση -πότε συντριπτική, πότε ευεργετική- των προηγουμένων καλλιτεχνών, την επίμονη φύση και τα ζώα που μας συντροφεύουν απαρατήρητα στις παρυφές της σύγχρονης αστικής ζωής.

Ο τίτλος αντηχεί τον εξωτισμό, τη φαντασίωση της περιπέτειας και το όνειρο της αυτονομίας. […] Εμπεριέχει τρόπον τινά και τα ορμητικά νερά και τα στάσιμα. Κυρίως όμως αφορά το ίδιο το μέρος: «Αμαζόνιο» είχε βαφτίσει ο Κεσσανλής την συγκεκριμένη γωνιά του κτήματος, όπου δίπλα στις φραγκοσυκιές είχε φυτέψει μια πλειάδα εξωτικών φυτών».