Στον Κάμπο της Χίου, τόπο επιφανών ελληνικών οικογενειών της διασποράς, με τα οικόσημα και τα αρχοντικά, τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή και μια διαρκή κατοίκηση στο χρόνο από τον 14ο αιώνα και έπειτα, μας μυεί ο Στρατής Βογιατζής. Ο αφηγητής του βιβλίου ως ένα πορώδες πλάσμα περιπλανιέται στη τοπογραφία του Κάμπου, αναδιφά σε ιστορικά αρχεία, αλληλοεπιδρά με τους κατοίκους και τα ζώα του τόπου, φωτογραφίζει, καταγράφει μαρτυρίες, συσσωρεύει πειστήρια τα οποία ταξινομεί και αναδιατάσσει・όπως ο ίδιος όμως παρατηρεί όσο συνενώνει τα διάφορα κομμάτια του παζλ τόσο πιο αινιγματική γίνεται η εικόνα που αποκαλύπτεται.
Μέσα από αυτές τις συμβιώσεις που προκύπτουν και συμπλέκονται ριζωματικά ως ένα ιδιότυπο είδος φράκταλ, ο δημιουργός διερωτάται υπαινικτικά και με αρκετή δόση ειρωνείας πάνω στις δυνάμεις εκείνες που συνωμοτούν και συγκροτούν αθέατα το χαρακτήρα κάθε τόπου, για την έννοια της κατοίκησης σε ένα ασθμαίνοντα δυτικό πολιτισμό και μια ανιμιστική φύση που βλασταίνει πλάι του.
Ο Κάμπος στο τέλος μεταμορφώνεται σε ψηφιδωτό από παραβολές και ιστορίες, εικόνες μυθοπλαστικές ή πραγματικές,  συμβάντα και επιστολές από το παρελθόν, βιογραφίες ανθρώπων, αποκόμματα από εφημερίδες, παιδικές μνήμες και εντυπώσεις του αφηγητή ο οποίος μέσα από παρεκβάσεις, λοξοδρομήσεις και επαναλήψεις, συναρμόζει με παιγνιώδη τρόπο. Είναι δύσκολο να πούμε ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των κειμένων και τη θέαση των εικόνων αν ο Κάμπος είναι ένας τόπος πραγματικός ή μυθολογικός, αν έχουμε να κάνουμε με μια ερευνά ανθρωπολογική ή ένα παραμύθι, για ένα πολιτικό έργο ή μια παρωδία καταστάσεων, ή τελικά για όλα αυτά μαζί. 
Ο αναγνώστης παρόλη την έξαψη της εξερεύνησης του μυθιστορηματικού αυτού τόπου σύντομα βρίσκεται παγιδευμένος σε ένα λαβύρινθο, να περιπλανιέται σε ένα χώρο αυξημένης εντροπίας όπου τα ζώα εκτοπίζουν σταδιακά τους ανθρώπους, οι μνήμες γεννούν νέες χωρικές συσχετίσεις και το μυστήριο υπονομεύει διαρκώς τον ορθολογισμό. Oπως σημειώνει ο σπουδαίος Άλεκ Σοθ ένα μόνο μήνυμα μπορούμε καταλάβουμε, όταν διεισδύσουμε μέσα από τους ψηλούς μαντρότοιχους στον κόσμο του Κάμπου «είμαστε χαμένοι μές στο παράδεισο».

Φαντάζομαι τον Κάμπο όχι σαν απομονωμένο νησί τη μέση του πουθενά αλλά σαν ένα δίκτυο, όπως το δίκτυο των Χιωτών της διασποράς, οπού άπειρες συνάψεις, παντρέματα και συνειρμοί λαμβάνουν χώρα, μια αινιγματική χωρικότητα που πάλλεται από κίνηση δίνοντας χώρο στις ποικίλες δυνητικές πραγματικότητες να εκφραστούν, συμβιωτικά η μία μέσα από την άλλην. 

– ΣΤΡΑΤΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

«Τα ζώα εισχώρησαν στη φαντασία μας καταρχήν ως αγγελιαφόροι και ως υποσχέσεις», γράφει ο John Berger στο Γιατί να κοιτάμε τα ζώα;. Στο αξιοσημείωτο βιβλίο του Κάμπος ο Στρατής Βογιατζής επιστρέφει στη φαντασία μας ένα εξαιρετικό εύρος από ζώα. Είτε όμως βλέπουμε ένα παγόνι να ανοίγει σαν βεντάλια τα φτερά του είτε μια κατσίκα να κοιτάζεται στον καθρέφτη, οι υποσχέσεις που μας δίνουν αυτά τα ζώα είναι ανεξιχνίαστες. Όπως και για τις μοναχικές μορφές που περιπλανιούνται στα μαγικά τοπία του Βογιατζή, ένα μόνο μήνυμα μπορούμε να λάβουμε: Είμαστε χαμένοι στον παράδεισο.

– ALEC SOTH

Σκηνές, όψεις, αποσπάσματα, εικόνες στιγμές του Κάμπου. Ο δημιουργός τους επιχειρεί να μας εφοδιάσει με ένα νήμα που τις συνοδεύει στην είσοδό τους στις αναμνήσεις και τις ονειροπολήσεις μας Δεν πρόκειται για την αέναη περιπλάνηση του νοήματος από συνειρμό σε συνειρμό, από ερμηνευτικό καπρίτσιο σε ερμηνευτικό εύρημα. Πρόκειται για την κατασκευή κοινών τόπων του νοήματος μέσα από εκείνες τις χειρονομίες που κάνουν το νόημα τόπο συνάντησης. Ίσως σε τούτες τις χειρονομίες, βαθιά ατελείς και διαρκώς έκθετες στις ιδιαιτερότητες του καθένα και της καθεμιάς μας να βρίσκεται η σύζευξη του ατομικού με το γενικό, του ιδιαίτερου με το επαναλήψιμο, του Κάμπου του Στρατή με τους κάμπους των κοινών μας ονείρων και των κοινών μας αναμνήσεων. 

– ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Share it!