Στη συνέχεια ενός προγράμματος φιλοξενίας καλλιτεχνών διάρκειας ενός έτους, τo ΑΜΑ Ηοuse επανακατοικεί
το εμβληματικό κτίριο της πρώην Αναργυρείου και Κοργιαλένειου σχολής αρρένων στις Σπέτσες, με την έκθεση History of Absence, σε επιμέλεια της Ελίνας Αξιώτη και νέα έργα των εικαστικών Αgata Ingarden, Mαλβίνας Παναγιωτίδη και Chloé Royer.
Με αφετηρία την περσινή διοργάνωση υπό τον τίτλο Tactile Ghost που παρουσίασε έργα των Εύα Παπαμαργαρίτη και Μάριου
Σταμάτη, η έκθεση History of Absence διευρύνει τον συλλογισμό γύρω από τις θεματικές του εμφανούς και του περιεχομένου,
εισάγοντας εκ νέου αναφορές σε μια κάποιου είδους φαντασματική έκφανση, ως μηχανισμού συλλογής του μη συλέξιμου· το μη
συλέξιμο προσδιορίζεται εδώ ως επαίσχυντη εκδήλωση της άυλης παρουσίας. Τρεις εγκαταστάσεις αφηγούνται ιστορίες μέσα
από την συλλογή αναμνήσεων, επιχειρώντας να αναδείξουν οπτικές του ανοίκειου. Τα έργα των εικαστικών αντλούν αναφορές
από την έρευνα σε μαρτυρίες της τοπικής κοινότητας, επιχειρώντας μια αντιστροφή· το φαντασματικό επανεγκαθίσταται ως παροντική ύπαρξη, διατυπωμένη μέσα από φεμινιστικές πρακτικές. Το απών στοιχείο καθίσταται έτσι προφανές, καθώς ή έκθεση
επισημαίνει εκφάνσεις του μη δυνατού. Με τη μορφή εγκαταστάσεων, τα έργα καταρτίζουν σύνολα γλυπτικών αντικειμένων,
που ενεργοποιούνται εντός αυτών των τοπικών αφηγήσεων. Η προσωπικότητα του Ιάννη Ξενάκη που φοίτησε στο οικοτροφείο
σαν παιδί, τα λογοτεχνήματα του συγγραφέα John Fowles, το έργο του ταριχευτή που κυνήγησε τα θηράματα του στα δάση που
περιβάλλουν το κτίριο της σχολής, η μυθολογία της Μέδουσας και θαλάσσια πλάσματα, αποτελούν κάποια από τα αφηγήματα
που πραγματεύονται τα έργα των τριών εικαστικών. Τα έργα, αντιμετωπίζουν την ιστορία ως μια ιδιοσυγκρασιακή άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε απομεινάρια· όπου τα αφηγήματα αναδύονται ως η ακριβής έκφραση αυτής της έλλειψης σταθερότητας. Η
ιστορία, εφόσον γίνεται αντιληπτή ως το κυρίαρχο αφήγημα του φανερού, σπάνια παρουσιάζει στον εαυτό της κάποια πρόκληση· το πιο ουσιαστικό κομμάτι της ιστορίας πραγματεύεται τα στοιχεία εκείνα που καθίστανται αφανή εντός του αφηγήματος·
η έκθεση των αφανών αυτών στοιχείων μπορεί να γίνει κατανοητή ώς η κινητήριος δύναμη μιας δημιουργικής ιστοριογραφίας.
Ως τέτοια, θα μπορούσε ίσως να καταστεί επίσης συνώνυμη της βίαιης μετουσίωσης της απουσίας. Μια αλληλουχία από στιγμιότυπα που κάνουν αναφορά σε μια εκλείπουσα παρουσία, ενσαρκώνουν μια περισσότερο ακριβή εκδήλωση της απουσίας,
αποκρυσταλλώνοντας το τοπικό, την κρυφή πλευρά της κοινωνικής σφαίρας ενώ τοποθετούνται ταυτόχρονα σε μια θέση αντίστασης απέναντι σε αυτήν. Τρεις γυναίκες παρουσιάζουν το ατομικό τους έργο σε ανάθεση και με τη μορφή εγκαταστάσεων,
επιχειρώντας ταυτόχρονα να κατασκευάσουν τρία αυτόνομα αφηγήματα που θα συγκεραστούν για την έκθεση του AMA House.
O συνθέτης Ιάννης Ξενάκης φοίτησε ως παιδί στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο σχολή στις Σπέτσες. Ο συγγραφέας
επιστημονικής φαντασίας John Fowles, δίδαξε την αγγλική γλώσσα στο οικοτροφείο και χρησιμοποίησε το κτίριο της σχολής ως
το μέρος που διαδραματίζεται ένα από τα εμβληματικά του μυθιστορήματα. Αυτές οι δύο φαντασματικές φιγούρες επηρέασαν
την ανάγνωση της Agatha Ingarden για τον τόπο, καθώς το έργο της Sleeping Beauty Corp. ανοίγει έναν διάλογο μαζί τους. Το
έργο της Ingarden αποτελεί ένα υβριδικό αντικείμενο· ένα κρεβάτι, ένα μουσικό όργανο και ένα φέρετρο: ένα αντικείμενο που
συντίθεται από τρία άλλα, καθώς εκείνα διαλύονται το ένα μέσα στο άλλο. H υλική και σημειολογική δομή του αντικειμένου, μετουσιώνει τα τρία αυτά αντικείμενα σε ένα παλίμψηστο που νοηματοδοτείται σε μετατόπιση. Το τελικό αντικείμενο είναι χρυσό,
απαστράπτον και στηρίζεται πάνω σε λεπτά μεταλλικά πόδια με ρόδες· εντός του αναρτάται το πρόπλασμα μιας ανθρώπινης
ραχοκοκκαλιάς από μπρούντζο, που προσδίδει στο αντικείμενο μια επιτελεστική διάσταση καθώς παράγει κάποιου είδους ήχο.
Η Attilia Fattori Franchini, χαρακτηρίζει το έργο της Ingarden ως «ένα ταξίδι στην υλικότητα, τη μυθοπλασία, την επιστημονική
φαντασία και το οικιακό, ξεδιπλώνοντας την υποβλητική δύναμη του τόπου, των αντικειμένων και της αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων.» Το έργο Sleeping Beauty Corp., κινείται εντός αυτού του προσδιορισμού, ενώ εισέρχεται ταυτόχρονα σε μια
διαλεκτική σχέση με το μυθιστόρημα The Magus, που ο Fowles συγγράφει στις Σπέτσες. Η ιστορία του κτιρίου που αποτελεί
το σκηνικό του μυθιστορήματος, αποκτά μια αναλογική σημασία για το έργο. Ο ήρωας του Fowles -που εργάζεται επίσης σαν
καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στο νησί- ταλανίζεται από την μοναξιά και την κατάθλιψη και χάνει σταδιακά την ικανότητα να
HISTORY OF ABSENCE
Επιμέλεια Ελίνα Αξιώτη
Μαλβίνα Παναγιωτίδη
Agata Ingarden
Chloé Royer
Οργάνωση, παραγωγή
AMA HOUSE
9 Ιουλίου – 11 Σεπτεμβρίου, 2022
Δευτέρα – Κυριακή, 8:00 – 22:30.
Αναργύρειο & Κοργιαλένειο Ίδρυμα
Σπέτσες
ξεχωρίζει το πραγματικό από την φαντασία· ψευδαισθήσεις και εφιάλτες ξεγελούν το μυαλό του. Το έργο της Ingarden μπορεί
να αναγνωστεί ως ένα στιγμιότυπο του φαντασιακού κόσμου του ήρωα. Η πραγματικότητα, «διαστρεβλωμένη καθώς ενθυμείται
τον εαυτό της» προσδιορίζεται εδώ ως μια πολύπτυχη απόκοσμη αποκοπή. Το κτίριο που φιλοξενεί την έκθεση, αναλαμβάνει
πρωταγωνιστικό ρόλο για το γλυπτικό έργο· η αναφορά σε αυτό αποτελεί μια αναγνωρίσιμη επιστροφή στο λογοτέχνημα, στη
σκηνογραφία της μυθοπλασίας. Το κτίριο, αποτελεί τον τόπο σύλληψης του μυθιστορήματος και του έργου. Το «κρεβάτι-όργανο-φέρετρο» της Ingarden, μοιάζει βγαλμένο από τον κόσμο του μυθιστορήματος, μπορεί όμως να γίνει επίσης αντιληπτό απλά
ως μια παρεμβατική εγκατάσταση εντός του κτιρίου.
Η εγκατάσταση της Μαλβίνας Παναγιωτίδη A Cage in Search of a Bird, αποτελείται από μια σειρά έργων που ακολουθούν με συνέπεια την διερεύνηση της εικαστικού στον πολιτισμό και τις παραδόσεις του μεταφυσικού, τις αντιλήψεις για το
θάνατο, το πένθος, τις τελετουργίες κήδευσης και τη μεταθανάτια μετάβαση σε φαντασματικές μορφές ύπαρξης. Η Παναγιωτίδη
εντόπισε κατά τη διαμονή της στο νησί μια σειρά από ταριχευμένα ζώα στον τοίχο ενός τοπικού παλαιοπωλείου. Οι ταριχεύσεις
άνηκαν στην οικογένεια του Δημήτρη Κατσώρη, ιδιοκτήτη μιας μικρής συλλογής ταριχευμένων ζώων, αποτελούμενη κυρίως
από πουλιά που συναντά κανείς στο νησί και που είχε επίσης ταριχεύσει ο ίδιος. Για το έργο της εικαστικού, η δουλειά του
Κατσώρη αποκτά καίρια σημασία, καθώς αναδεικνύει την πολύπλευρη σχέση του ανθρώπου με το ζωικό βασίλειο και την
φύση. Ταυτόχρονα η εγκατάσταση της Παναγιωτίδη αποτίει φόρο τιμής στο κείμενο της Donna Haraway Teddy Bear Patriarchy:
Taxidermy in the Garden of Eden, New York City, 1908-1936, που δημοσιεύτηκε το 1984, όπου η συγγραφέας σχολιάζει την
δημιουργία του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, μέσω της ιστορίας του Carl Akeley, πατρικής προσωπικότητας της
σύγχρονης ταρίχευσης. Οπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η Haraway, ανασυνθέτει την ιστορία της προσωπικότητας του Akeley
για να «αφηγηθεί μια ιστορία για το εμπόριο, την εξουσία και την παραγωγή γνώσης στο ρατσιστικό και σωβινιστικό μονοπωλιακό καπιταλισμό», μια ιστορία «για τη φυλή, το φύλο και την κοινωνική τάξη» στη δυτική κουλτούρα και τις εκδηλώσεις της
αποικιακής βίας. Η εγκατάσταση της Παναγιωτίδη που καταλαμβάνει εξ επί τούτου το πρώην χημείο της σχολής, αντιπαραθέτει
μια σειρά χάλκινων προπλασμάτων που αναπαριστούν μέλη μικρών ζώων και μια σειρά χυτευτών κέρινων προπλασμάτων
που αναπαριστούν τα εντόσθια τους, με μια σειρά από φωτογραφίες (τραβηγμένων από την ίδια την εικαστικό με μια φωτογραφική μηχανή Polaroid) που απεικονίζουν σκηνές από το τοπικό πευκόδασος και από την έκθεση των ταριχευμένων ζώων
στο τοπικό παλαιοπωλείο. Η τεχνική της ταρίχευσης περιλαμβάνει εργασίες όπως το γδάρσιμο των ζώων, η ανάπλαση του
εσωτερικού του σώματος τους με διάφορα υλικά και η αποξήρανση τους, μέσα σε μια διαδικασία που προσβλέπει στη διατήρηση τους μέσα στον χρόνο. Η συγκαλυμμένη βία της ανατομής από τον ταριχευτή είναι αυτό που παραμένει πάντοτε αφανές
και αναδεικνύεται εδώ μέσα από τα γλυπτικά αντικείμενα. Η Παναγιωτίδη επαναφέρει εξαναγκαστικά μια αναπαράσταση του
απόκοσμου σκηνικού του εργαστηρίου του ταριχευτή, σε συνδυασμό με αναφορές στο γραφικό περιβάλλον του πευκοδάσους,
του φυσικού οικοτόπου των ζώων. Η αφήγηση συνεχίζεται στον προαύλιο χώρο της σχολής, μέσω ενός γλυπτικού συμπλέγματος που κάνει αναφορές σε μουσικά θέματα του Ιάννη Ξενάκη, εμπνευσμένα από την σπουδή του για τα δέντρα. Για την
Παναγιωτίδη αυτό αποτελεί μια ακόμη αναφορά στον φυτικό κόσμο του πευκοδάσους, και μια φτιαχτή αποκρυστάλλωση του
πνεύματος του οικοτοπίου.
«Εκείνα που φέρουν τους ξένους» είναι η ετυμολογία του ονόματος των θαλάσσιων σαλιγκαριών Xenophora, που συναντά κανείς στην θάλασσα του Αργοσαρωνικού κόλπου στις Σπέτσες. Η Chloé Royer, μέσα από το παράδειγμα των Xenophora,
εστιάζει σε έμβια όντα που δημιουργούν κάποιες «ανορθόδοξες» σχέσεις εξάρτησης. Τα Xenophora είναι ένα είδος σαλιγκαριού
της θάλασσας, το οποίο λειτουργεί ως μεταφορέας για ποικίλα οργανικά και ανόργανα στοιχεία που εντοπίζονται στο βυθό
της· πέτρες, κόκκαλα, διάφορα απομεινάρια, ζωικές εκκρίσεις ή κελύφη συλλέγονται από τα Χenophora και προσαρτώνται
στο καβούκι τους. Τα σαλιγκάρια επιλέγουν τα στοιχεία αυτά, τα καθαρίζουν, τα προσαρμόζουν κατάλληλα και τα προσαρτούν
σωρευτικά πάνω τους. Η επαύξηση του όγκου τους με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται ως μηχανισμός καμουφλάζ ή προστασίας μέσω της ενίσχυσης του καβουκιού τους. Τα Xenophora, λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας τους, φιλοξενήθηκαν συχνά σε
«cabinet of curiosities» φυσικής ιστορίας, ως αντιπροσωπευτικά είδη κελυφωτών έμβιων όντων της θαλάσσιας πανίδας. Η
Royer, ανακατασκευάζει μορφες που κάνουν αναφορά σε ανθρώπινα και ζωικά μέλη του σώματος, κατασκευάζοντας μια ανατομία που φέρει σκελετική δομή, σάρκα και επιδερμίδα. Η επιδερμίδα πλάθεται σχολαστικά μέσω μιας τεχνικής προσάρτησης και
αποκοπής μιας πληθώρας μικρών αντικειμένων πάνω σε γύψο: κοχύλια, πέρλες και αποσπάσματα από κοσμήματα, τα οποία
η καλλιτέχνης άλλοτε συλλέγει και άλλοτε κατασκευάζει η ίδια, αποτελούν την εξάρτηση αυτών των συνόλων. Ενώ η πράξη της
προσάρτησης δημιουργεί σωρεύσεις, εκείνη της αποκοπής διαβάζεται ως ίχνος πάνω στην επιδερμίδα αυτών των ιδιότυπων
άκρων. Η αποκόλληση των κοσμημάτων μπορεί να αναγνωσθεί εδώ ως καθαίρεση του στολισμού, με αναφορά σε μια από
τις πιο ισχυρές κοινωνικοπολιτισμικές κατασκευές για την θηλυκότητα. Η αποκόλληση στοιχείων από αυτές τις επιφάνειες,
δημιουργεί εκ νέου ένα είδος επιδερμίδας, ή την μικρογραφία ενός τόπου που αφηγείται την αδυναμία επιστροφής στο γυμνό
σώμα. Η αδυναμία αυτή μεταμορφώνει την κατασκευασμένη επιδερμίδα σε μια ενορχήστρωση πολιτισμικών στοιχείων που παράγονται μέσω της αφαίρεσης. Θα μπορούσε να ειπωθεί έτσι οτι το έργο της Royer προσφέρει έδαφος για μια αρχαιολογία της
αποκοπής. Μια παραδοξολογία ασταθούς συνύπαρξης αλληλοεξαρτώμενων ειδών, σε αναλογία με σώματα που έχουν υποστεί
το βάρος προηγούμενων εκφάνσεων της θηλυκής ταυτότητας. Παρακολουθούμε εδώ την κατασκευή μιας πλαστής φύσης, ως
χλευασμό απέναντι στην αντικειμενοποίηση του στολισμένου σώματος και εγκωμιαστική πράξη για την συμπερίληψη όλων των
εκφάνσεων της θηλυκότητας. Στην κορυφή των τριών άκρων που τοποθετούνται σε μια διάταξη τρίποδου, ισορροπεί μια αφαιρετική απόδοση της κόμης της Μέδουσας (η φιδίσια επιδερμίδα της κόμης αποδίδεται με τμήματα από προσθετικά νύχια). Η
μυθολογική προσωπικότητα της Μέδουσας, -από όπου προέρχεται η ονοματοδοσία των θαλάσσιων ειδών Hydromedusae and
Scyphomedusae- έχει ταυτιστεί από φεμινιστικά ακτιβιστικά κινήματα ως η προσωποποιημένη έκφραση της γυναικείας οργής.
Η καταγραφή μιας ιστορίας θα πρέπει να προϋποθέτει καποιου είδους ριζική ανάγνωση που μετουσιώνει κατάλοιπα σε
αφηγήματα ουσίας. Η μνημοτεχνικές που συναντώνται εκεί όπου η γραφή εκλείπει, καταδεικνύουν μια συγκεκριμένη διάταξη
αντικειμένων ως μηχανισμό ανάκλησης της αφηγηματικής ροής. Εντός αυτού του πλαισίου, τα στοιχεία που επαναφέρουν ή
αποδεικνύουν την απουσία, είναι αυτά που συνθέτουν αναφορές σε ένα περισσότερο συνεπές παρελθόν. O δικανικός χαρακτήρας αυτού του είδους από απομεινάρια, συνιστά την υλικότητα των ιστορικών τεκμηρίων. Η έκθεση History of Absence,
πραγματεύεται αυτήν ακριβώς την άλλη όψη της δικανικής έρευνας, εκείνη που δεν διορθώνει παρατυπίες στα αφηγήματα
αλλά τα ανασύρει από τον κόσμο της λήθης. Η σημασία αυτής της ανακατασκευής του παρελθόντος, έγκειται στην αντίσταση
απέναντι σε κάποια ομογενοποίηση του εμφανούς· στην εξαναγκαστική ουδετεροποίηση της δημόσιας σφαίρας. Περισσότερο
από όλα όμως, έγκειται στην δημιουργία μιας νέας ιστοριογραφίας του μη σημαντικού και του λησμονημένου -ως εκφάνσεις
που ανήκουν σε κάποια αποσπασματική υλικότητα-, στην εκ βαθέων διερεύνηση και στρεβλή ανάγνωση των αφανών αφηγήσεων του κάθε τόπου.
Μετάφραση από τα αγγλικά,
Εύη Σουγκάρα

Share This Story, Choose Your Platform!