Το 1834, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ήταν απαραίτητος ο σχεδιασμός της πόλης και η εκπόνηση του πολεοδομικού σχεδίου που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1831 από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert, σε σχέδιο που εγκρίθηκε από την Αντιβασιλεία το 1833. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε την ανέγερση του Ανακτόρου στην πλατεία Ομονοίας που θα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την πόλη. Σύμφωνα με ανάλογα πολεοδομικά προγράμματα του 19ου αιώνα, υπήρχε πρόβλεψη για τη θέση όλων των κτιρίων που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία της πρωτεύουσας, δημόσιες υπηρεσίες, πάρκα, πλατείες, στρατώνες, ταχυδρομείο, νομισματοκοπείο κτλ.
Ωστόσο, η υλοποίηση του σχεδίου διακόπηκε μόλις το 1834, όταν έγινε αντιληπτό το μέγεθος και το κόστος των απαλλοτριώσεων αλλά και μετά την πρόκληση έντονων αντιδράσεων. Ο διάσημος Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze ανέλαβε την εκπόνηση, νέου, πιο εφαρμόσιμου σχεδίου το οποίο όμως δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις, καθώς σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα γίνονταν προσαρμογές και μετατροπές του σχεδίου της πόλης.
Παρόλα αυτά, δεν είναι λίγα τα στοιχεία του αρχικού σχεδιασμού που διατηρήθηκαν, αν και με τις σχετικές αλλαγές. Σύμφωνα με το σχέδιο του 1833 από τα Ανάκτορα θα ξεκινούσαν ακτινωτά οι οδοί Πειραιώς, Σταδίου, Αγ. Κωνσταντίνου, 3ης Σεπτεμβρίου, Πανεπιστημίου και Αθηνάς οριοθετώντας τα ανάκτορα ως το «κέντρο» της πόλης αλλά και εξασφαλίζοντας από το παλάτι τη θέα σε όλη την Αθήνα.
Ένας από τους δρόμους με κεντρικό ρόλο στη νέα πρωτεύουσα ήταν η οδός Αθηνάς. Η διάνοιξη της ξεκίνησε το 1835 και θα συνέδεε τα ανάκτορα με την Ακρόπολη. Ο δρόμος πήρε το όνομά του από το ναό της Παρθένου Αθηνάς. Αρχικά είχε προβλεφθεί να αποτελέσει έναν αριστοκρατικό δρόμο, ένα βουλεβάρτο. Όμως, η αλλαγή της θέση των Ανακτόρων το 1836, η χωροθέτηση του δρόμου στο κέντρο της πόλης και η σύνδεσή του με το Μοναστηράκι, που αποτελούσε παραδοσιακά το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, σύντομα έδωσε στην οδό Αθηνάς έναν εμπορικό χαρακτήρα που διατηρεί ως σήμερα.
Η Αθηνάς ποτέ δεν υπήρξε ένας «ήσυχος δρόμος». Εργαζόμενοι, κάτοικοι, πλανόδιοι πωλητές συνέρρεαν καθημερινά στον πολύβουο δρόμο. Επισκέπτες από την επαρχία, φοιτητές και τουρίστες διέμεναν στα πολλά ξενοδοχεία της. Στην πλατεία Λουδοβίκου (πλατεία Κοτζιά), λειτούργησαν δύο μεγάλα ξενοδοχεία κατά το 19ο αιώνα, η «Αγγλία» και η «Ανατολή» και δυο πολυτελέστερα ξενοδοχεία, το «Μπάγκειον» και «Μέγας Αλέξανδρος» στη συμβολή με την πλατεία Ομονοίας. Σε όλο το μήκος του δρόμου βρίσκονταν πολλά ακόμα «λαϊκότερα» ξενοδοχεία και στα ισόγεια τους λειτουργούσαν εμπορικά καταστήματα, καφενεία και μαγειρεία. Την εμπορική φυσιογνωμία του δρόμου ενίσχυσαν οι σταθμοί του σιδηροδρόμου στις δύο άκρες του, την πλατεία Μοναστηρακίου και την Ομόνοια.
Από τα πιο «ζωντανά» σημεία, όχι μόνο του δρόμου αλλά ολόκληρης της πόλης, ήταν η Πλατεία Λουδοβίκου (σημ. πλατεία Κοτζιά) που ονομάστηκε έτσι προ τιμήν του πατέρα του βασιλιά Όθωνα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα στην πλατεία κατασκευάστηκαν εμβληματικά κτίρια για τη λειτουργία της πόλης: Το κτίριο του Ερνέστου Τσίλερ, όπου στεγάζεται από το 1979 η Εθνική Τράπεζα, είναι το Μέγαρο του εμπόρου Βασιλείου Μελά. Αρχικά λειτούργησε ως πολυτελές ξενοδοχείο και στη συνεχεία στέγασε το Χρηματιστήριο (1881 – 1900) και το Κεντρικό Ταχυδρομείο (1900 – 1974).
Ένα ακόμα κτήριο – σύμβολο για την πόλη υπήρξε το μεγαλοπρεπές Δημοτικό Θέατρο (1886 -1938) που κατεδαφίστηκε, μετά από πολλά χρόνια απαξίωσης και εγκατάλειψης, το 1939. Η ανέγερση του υπήρξε μια χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία. Ωστόσο, μέχρι τα εγκαίνια και του Εθνικού Θεάτρου το 1901, υπήρξε το πολυτελέστερο θέατρο της Αθήνας, αντάξιο ευρωπαϊκών.
Ασφαλώς, το πιο απαραίτητο κτίριο για τη λειτουργία της πρωτεύουσας, ήταν το Δημαρχείο. Η κατασκευή του διήρκησε από 1872 έως το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου επί δημαρχίας του Παναγή Κυριακού. Αρχικά ήταν διώροφο κτίριο αλλά οι αυξανόμενες ανάγκες της πόλης οδήγησαν στην προσθήκη ενός ακόμα ορόφου τον 20ο αιώνα.
Η Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, όπως είναι η επίσημη αλλά καθόλου γνωστή ονομασία της Πλατείας Κοτζία, είναι για σχεδόν δύο αιώνες σημείο αναφοράς της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος και του παρόντος της πόλης. Παρόλα αυτά δεν είναι το ευρηματικότερος χώρος της Οδού Αθηνάς. Τη θέση αυτή κατέχει η Βαρβάκειος Αγορά. Ένας χώρος στον οποίο για περισσότερα από 100 χρόνια συνυπάρχουν μυρωδιές, χρώματα, φωνές και βέβαια η ενέργεια του κόσμου που συγκεντρώνεται στους διαδρόμους της.
Η Βαρβάκειος Αγορά κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της Αθήνας για μια σύγχρονη, στεγασμένη δημοτική αγορά. Ωστόσο, για την μετακίνηση των εμπόρων σε αυτή έπαιξε ρόλο η μεγάλη πυρκαγιά του 1884 που κατέκαψε την παλιά αγορά της πόλης στο Μοναστηράκι. Η Βαρβάκειος ολοκληρώθηκε το 1886 και από τότε λειτουργεί αδιάκοπα συγκεντρώνοντας κάτω από τη στέγη της προϊόντα διατροφής όλων των ειδών: ψάρια, θαλασσινά, κρέας, πουλερικά, μπαχαρικά, φρούτα και λαχανικά. Εκτός από τους Αθηναίους, η Βαρβάκειος αποτελεί πλέον πόλο έλξης και των τουριστών που μπορούν να επισκεφτούν έναν ιστορικό, ζωντανό χώρο της πόλης και να γνωρίσουν όλα τα προϊόντα της ελληνικής διατροφής.
Η κατασκευή της κλειστής αγοράς οφείλεται στο κληροδότημα του ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη. Στη θέση που σήμερα βρίσκεται σήμερα η λαχαναγορά λειτουργούσε από το 1860 έως το 1944 η Βαρβάκειος Σχολή που ακολούθησε τη δραματική τύχη του κέντρου της πόλης καθώς βρέθηκε στο μέσο των αντιμαχόμενων δυνάμεων κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, βομβαρδίστηκε και υπέστη μεγάλες καταστροφές . H Σχολή παρέμεινε στη θέση της ως το 1955 αλλά δεν λειτούργησε ξανά στην οδό Αθηνάς. Κατεδαφίστηκε τελικά το 1955 στερώντας από την Αθήνα ακόμα ένα ιστορικό κτίριο.
Ασφαλώς η εικόνα της οδού Αθηνάς μέσα στα χρόνια, όπως βέβαια και της πόλης, έχει αλλάξει δραματικά. Παρόλα αυτά, η οδός Αθηνάς διατηρεί τη ενέργεια της, τη λαϊκή ταυτότητα της, τον εμπορικό χαρακτήρα της. Νεοκλασικά και νεότερα κτίρια συνυπάρχουν συνθέτοντας ένα ψηφιδωτό του παρελθόντος και του παρόντος της Αθήνας.
Leave A Comment