Έφυγε από τη ζωή, στις 3 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, αρχιτέκτονας και ιστορικός του βιβλίου.

 

Βιογραφία του Κωνσταντίνου Στάικου

 

Πρώτη Περίοδος (1943–1971)

Ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1943 και το πρώτο του σχολείο ήταν ο «Ελικών», στην οδό Πατησίων. Συνέχισε το Δημοτικό στη σχολή του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, τη λεγόμενη «Μακρή», στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Στην πρώτη Γυμνασίου ήταν μαθητής στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Πλάκα, από όπου τον ενέταξαν εσωτερικό στη σχολή των Αναβρύτων, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια μαθήτευσε στο Πειραματικό Σχολείο Αθηνών (οδός Σκουφά).

Φοίτησε για δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με δάσκαλο τον Β. Βασιλειάδη, στο τμήμα Εφαρμοσμένων Τεχνών ̶ σκηνογραφία κυρίως. Με το υλικό που συγκέντρωσε έγινε δεκτός στην Ανώτερη Εθνική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών (École Nationale Supérieure des Arts Décoratifs) στο Παρίσι.

Ωστόσο, την πορεία του στον χώρο της τέχνης τη χάραξε ο Γιάννης Τσαρούχης, καθώς ακολούθησε τις παραινέσεις του και κατέγραψε στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα εσωτερικά διακοσμητικά μοτίβα (ρυθμούς επίπλων και επιτοίχιες επενδύσεις), αρχιτεκτονικά μέλη (θύρες, παράθυρα) των διαφόρων γαλλικών αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών στοιχείων κυρίως στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι, έκανε μια εξαντλητική καταγραφή σε αρχειακές συλλογές μουσείων και βιβλιοθηκών, κάτι που του αποκάλυψε σε ποιο βαθμό οι καλές τέχνες ήταν αλληλένδετες με το πνεύμα της εποχής και την πολιτική, επηρεάζοντας τελικά και τα κοινωνικά πρότυπα. Το διάστημα που ακολούθησε, από το 1968 και εξής, εργάστηκε στο Παρίσι, σε διάφορα αρχιτεκτονικά-διακοσμητικά γραφεία, τα οποία είχαν αναλάβει την αποκατάσταση και ανάπλαση ιστορικών και μνημειακών κτισμάτων, όπως του Château de Ferrières. Εργάστηκε επίσης για ένα διάστημα στον οίκο σύγχρονων επίπλων Knoll, που κατασκεύαζε έπιπλα κατά τις νέες τάσεις, με χρήση υλικών όπως το αλουμίνιο ή το ατσάλι.

Δεύτερη Περίοδος (1972–1989)

Το 1972 επανήλθε στην Αθήνα και άρχισε να εργάζεται στο αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα του Σπύρου Στάικου, όπου και έμαθε στην πράξη τα μυστικά της οικοδομής. Παράλληλα, εργάστηκε για δύο χρόνια στο εργοστάσιο επίπλων του Σαρίδη, όπου, ως απλός τεχνίτης, δούλεψε το ξύλο – σκαλιστής, λουστραδόρος και 2 ξυλουργός. Έτσι απέκτησε γνώσεις πάνω σε κάθε πτυχή της εσωτερικής διακόσμησης και επίπλωσης. Στη συνέχεια, από το 1974, άνοιξε δικό του γραφείο στην οδό Πάνου Αραβαντινού 10. Εκεί οργάνωσε και ειδικό χώρο, όπου εξέθετε δικά του σχέδια επίπλων, υφασμάτων και άλλων διακοσμητικών στοιχείων. Πρόθεσή του ήταν να δείξει στο ελληνικό κοινό ότι, η εγχώρια καλλιτεχνική παράδοση που έχουμε, είναι περισσότερο από επαρκής και ταιριάζει απόλυτα με τις σύγχρονες τάσεις της τέχνης για τη διαμόρφωση εσωτερικών χώρων.

Σχεδίασε γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία τύπωσε σε βαμβακερά υφάσματα σε πολλούς χρωματικούς συνδυασμούς, εμπνευσμένα από παλαιά κεντήματα και ελληνικές φορεσιές. Το εγχείρημα αυτό είχε μεγάλη απήχηση και επιτυχία, αφού μέσα σε μια δεκαετία λειτούργησαν σαράντα καταστήματα ανά την Ελλάδα αποκλειστικά με δικά του διακοσμητικά προϊόντα. Το τέλος αυτής της ιστορίας ήρθε μαζί με την απελευθέρωση των δασμών για εισαγωγές από τις ευρωπαϊκές χώρες στο πλαίσιο της ΕΟΚ, οπότε η αστική και μεγαλοαστική τάξη προτιμούσε να περιβάλλεται από διακοσμητικά υλικά που επιδεικνύουν προέλευση από το εξωτερικό και αισθητική που συνάδει με τις σύγχρονες τάσεις της μόδας.

Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα, άρχισε να συγκροτεί τον πυρήνα της βιβλιοθήκης που περιλάμβανε εκδόσεις σχετικές με την ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, από το 15ο αιώνα και μετά. Η συλλεκτική αυτή ενασχόλησή του με το βιβλίο γρήγορα εξελίχθηκε σε πάθος για τη διερεύνηση της εκδοτικής δραστηριότητας του Γένους, από την Αναγέννηση μέχρι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Τα πνευματικά του ενδιαφέροντα σχετικά με τους πρωτεργάτες για τη διάδοση της ελληνικής σκέψης μέσα από βιβλία που τυπώθηκαν στη Δύση και στην Ανατολή εντάθηκαν από τότε που του ανατέθηκε η μελέτη για την ανάπλαση της ιστορικής βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Η εργασία αυτή κράτησε δέκα χρόνια και η Βιβλιοθήκη όπως και το Μουσείο εγκαινιάστηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, κατά τον πανηγυρικό εορτασμό των 900 χρόνων (1088–1988) από την ίδρυση της Μονής.

Το 1986 σε συνεργασία με τον ακαδημαϊκό και καθηγητή Μανούσο Μανούσακα οργάνωσαν στη Φλωρεντία μια έκθεση των πρώτων ελληνικών εκδόσεων και λατινικών μεταφράσεων ελληνικών κειμένων, με την ευκαιρία της ανάδειξης της πόλης σε ευρωπαϊκή πολιτιστική πρωτεύουσα. Ο τίτλος του καταλόγου που συνόδευε την έκδοση ήταν: L’attività Greca durante il Rinascimento Italiano (1469–1523). Πρόκειται για δίγλωσσο κατάλογο, με ελληνικό και ιταλικό κείμενο, βιογραφικά και 3 εργογραφικά σχόλια για τους Έλληνες λογίους, καθώς και σημειώματα για κάθε έκδοση πλαισιωμένα από βιβλιογραφικές αναφορές.

Η έκθεση αυτή, συνοδευόμενη πάντα από δίγλωσσους καταλόγους, παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα (1987), στη Γενεύη (1988), στο Στρασβούργο, στο Λέιντεν της Ολλανδίας, στην πόλη του βιβλίου Βολφενμπύτελ της Γερμανίας με την εκτύπωση καταλόγου Graecogermania (1989) και στη Βενετία (1993).

Τρίτη Περίοδος (1990 – Σήμερα)

Κατά τη δεκαετή ενασχόλησή του με τη Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Μονής, είχε τον χρόνο να εγκύψει στην ιστορία του θεσμού της βιβλιοθήκης διαχρονικά και σε πολλούς πολιτισμούς, οπότε διαπίστωσε και τα μεγάλα κενά που υπάρχουν όσον αφορά τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις που επέβαλαν η μετάλλαξη της μορφής του βιβλίου και τα ποικίλα πνευματικά ρεύματα ανά εποχές. Έτσι άρχισε την έρευνα με σκοπό να συντάξει ένα χρονικό της εξέλιξης της βιβλιοθήκης, τόσο από βιβλιοθηκονομική όσο και από αρχιτεκτονική σκοπιά, με αφετηρία το 4000 π.Χ. Αποτέλεσμα η πεντάτομη Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, που εκδόθηκε από το 2000 έως το 2013, και κυκλοφορεί στα ελληνικά, στα αγγλικά και τώρα επιπροσθέτως στην κινεζική γλώσσα.

Η δημοσιότητα που γνώρισε η εργασία του στην Πάτμο του άνοιξε καινούριους επαγγελματικούς δρόμους, σχετικούς με την αποκατάσταση ή ανάπλαση μνημειακών χώρων ιστορικού ενδιαφέροντος. Έτσι προέκυψαν η ανάπλαση της Βιβλιοθήκης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι, η μετατροπή του κτίσματος Κωστής Παλαμάς (έργο του Κλεάνθη) σε Εντευκτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, η μετατροπή της Ροτόντας, του Ιερού Ναού του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στον Παλατίνο Λόφο στη Ρώμη (5ος αιώνας), από καθολικό σε ορθόδοξο ναό, το Μέγαρο του Δήμου Αθηναίων κ.ά.

Όλο αυτό το διάστημα συνέχισε να εμπλουτίζει την προσωπική του συλλογή βιβλίων είτε με πρωτότυπα έργα για την εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων πριν από τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είτε με μελέτες για την τυπογραφία και την παραγωγή του βιβλίου σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ιχνηλατώντας έτσι την πορεία που ακολούθησε το έντυπο βιβλίο διεθνώς.

Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε σε αρχέτυπες και παλαιές εκδόσεις, με βιβλία σπάνια ή και μοναδικά, άρχισε να τον προβληματίζει και κυρίως να τον απασχολεί η εξασφάλιση του μέλλοντός του. Θεωρεί ότι η συλλογή βιβλίων που αντανακλά την πνευματική ιστορία του Γένους δεν μπορεί να αποτελεί προσωπική υπόθεση, αλλά κτήμα όλων των Ελλήνων. Δεδομένης λοιπόν της γύμνιας των ελληνικών βιβλιοθηκών, αναζήτησε στέγη για το μέλλον της. Τύχη αγαθή, το Συμβούλιο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης εισάκουσε την έκκλησή του και στην έδρα του Ιδρύματος παραχώρησε ειδικούς χώρους, στους οποίους αναπτύχθηκαν βιβλιοστάσια για το σύνολο της συλλογής του. Η βιβλιοθήκη μάλιστα αυτή δεν παρέμεινε ως είχε, αλλά συνεχίζει να εμπλουτίζεται με βιβλία σύμφωνα με το αρχικό σκεπτικό δημιουργίας της.

Επιπλέον, θεώρησε ότι το τεράστιο πλήθος τεκμηριωμένων πληροφοριών και εικόνων που έχει συγκεντρώσει θα μπορούσε έπειτα από σχεδιασμένη έρευνα και τεκμηρίωση να πάρει τη μορφή εγκυκλοπαίδειας, η οποία μόνο ηλεκτρονικά θα μπορούσε να γίνει προσιτή στο κοινό. Έτσι, οραματίστηκε τη δημιουργία του ιστότοπου «Περί Βιβλιοθηκών». Τον Απρίλιο του 2020 ίδρυσε την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Κήπος Φιλοβίβλων» και σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) δημιούργησαν την ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια «Περί Βιβλιοθηκών – www.aboutlibraries.gr» για τον κόσμο των βιβλιοθηκών, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κύριος στόχος είναι η οργανωμένη καταγραφή και ανάδειξη της ιστορίας των βιβλιοθηκών και των συλλογών τους, με φιλικό και άμεσο τρόπο, καθώς και η δημιουργία ενός κόμβου για τη συγκέντρωση πλούσιου υλικού, την πληροφόρηση, την έρευνα και τη διασύνδεση των ανθρώπων των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος είναι επίσης ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου Άτων και τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα ολλανδικά, τα γαλλικά, τα κινεζικά και τα αραβικά. Κύριο αντικείμενο των εκδόσεων είναι η ιστορία του βιβλίου και των βιβλιοθηκών στον δυτικό πολιτισμό και θέματα σχετικά με το βιβλίο. Ενδεικτικά ορισμένοι τίτλοι είναι: Η Πνευματική Πορεία του Γένους (4 τόμοι, 2017–2022), Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια (2020), Ο Έρασμος. Ένας απόστολος της ελληνικής διανόησης από τον Βορρά (2020), Τα Ελληνικά Αρχέτυπα & Ελληνικά Συγγράμματα σε Ετερόγλωσσα Αρχέτυπα (2019), Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό. Από τη Μινωική Εποχή 5 στον Μιχαήλ Άγγελο (2016), H Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό (5 τόμοι, 2002–2012), Η Βιβλιοθήκη του Πλάτωνα και της Ακαδημίας (2012), Αριστοτέλους Βιβλιοθήκη (2015) κ.ά.

Το πρώτο του έντυπο εγχείρημα ήταν Η Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας: η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συμβολή τους στην πνευματική Αναγέννηση της Δύσης με πρόλογο του Κ.Θ. Δημαρά. Το βιβλίο αυτό έχει ως αντικείμενο την ενασχόληση των Ελλήνων με την εκδοτική και τυπογραφική τέχνη και εντοπίζει τις απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας στο ουμανιστικό κίνημα της Ιταλίας, καθώς η ενασχόληση με την έκδοση των κλασικών κυρίως κειμένων δεν απέβλεπε τόσο στην πνευματική καλλιέργεια του ελληνισμού όσο στην υποστήριξη των ανθρωπιστικών σπουδών των λόγιων και πανεπιστημιακών κύκλων της Δύσης. Άλλωστε και το όλο εκδοτικό πρόγραμμα με έργα της ελληνικής γραμματείας αποτελεί συνέχεια της εξελικτικής ιστορίας του ουμανιστικού ρεύματος, ενώ τα κείμενα που εκδόθηκαν αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης, διδασκαλίας και εξαντλητικής ερμηνείας πολύ πριν από την εποχή της τυπογραφίας.

Share This Story, Choose Your Platform!