Τίτλος: Η νεότροπη εκδοχή της μνήμης
Συγγραφέας: Εύα Χρόνη
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Θέμα: Ποίηση
Γλώσσες: Ελληνικά / Αγγλικά (μετάφραση Αλεξάνδρα Ντούμα)
Σελίδες: 141
Η ρηξικέλευθη μαγεία στις τέχνες είναι η πρωτοποριακή υπέρβαση παλαιών κανόνων και η ανακάλυψη νέων διόδων συναισθηματικής έκφρασης. Η ρύμη με την οποία η ποιήτρια Εύα Χρόνη εισδύει με ένα κραταιό, πολύ προσωπικό λόγο στην ύφανση στίχων και καταστάσεων, προσδίδει μια πρωτοποριακή, σύγχρονη διάσταση στην πεζή ποίηση.
Κάθε αφηγηματικό ‘επεισόδιο’ διακατέχεται από τη φλόγα της ανακάλυψης, της σύγκρουσης, της ενσυναίσθησης, ανοίγοντας νέες διόδους ποιητικών ειρμών με δημοκρατικό όραμα.
Όπως η ίδια καταθέτει στο σημείωμα της συγγραφέως στη συλλογή αφηγήσεων με τον πολυδιάστατο νοηματικά τίτλο “Η νεότροπη εκδοχή της μνήμης”: “Αυτό που προσδοκώ μέσω της ανάγνωσής τους είναι να γίνουμε όλοι καλύτεροι παρατηρητές, να μπορούμε να μεταμορφώνουμε κάθε αφήγηση, να δίνουμε φωνή σε όσους είναι κρυμμένοι και πάνω απ’ όλα να ακούμε.”
Η πράξη της αφήγησης ποιητικών ιστοριών, είναι για την δημιουργό το αποτέλεσμα ευήθους παρατήρησης της καθημερινής ζωής, της πόλης, της ιστορίας, της παράδοσης αλλά και του συναισθήματος. Και η ειλικρινής, διεπιστημονική παρατήρηση της πραγματικότητας, σε σύμπραξη με την τολμηρότητα και την προκλητικά συναισθηματική διαλεκτική γίνονται η “νεότροπη εκδοχή της μνήμης”, με ήρωα την υποκειμενική μνήμη του αναγνώστη.
Κάποια ποιήματα της συλλογής φαντάζουν σαν σύγχρονα χαϊκού στο επέκεινα και στη γνώση, “Όλοι ήταν εν δυνάμει ήρωες. Βλέπανε αλλά δεν μπορούσαν να τα πουν. Ο σαλπιγκτής τους έσωσε, κάνοντας την αρχή” (σελ. 31).
Η αρίθμηση των ποιημάτων ξεκινάει από το 0 αντί για το νούμερο 1 και είναι μια πλανερή εξομολόγηση η οποία καταυγάζει τις προσωπικές ανησυχίες με τηλαυγή ειλικρίνεια: “Κάθομαι ήσυχα με ό,τι υπάρχει γύρω μου και μέσα μου, με την αβεβαιότητα και την αμφιβολία που υποτάσσει τη δική μου εμπειρία ως ανθρώπου” (σελ. 13).
Το σύνολο των ποιημάτων ανάγεται σε προσωπικό ταξίδι, όχι αποκλειστικά της δημιουργού, αλλά της υποκειμενικότητας του ποιητικού κειμένου. Το νοηματικό άνοιγμα μεταξύ των στίχων γίνεται ένα αμάλγαμα εμπειριών, ένα συνονθύλευμα προσδοκιών, μια κατάθεση ανησυχιών με ουμανιστικές αξίες με τις οποίες ταυτίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος.
Εμείς στη πόλη, εμείς στο πέρασμα της ιστορίας · με την ειμαρμένη και τις προκλήσεις της δημιουργού οδηγό.
Στα ποιήματα της Εύας Χρόνη, πρωταγωνιστής είναι η πραγματικότητα. Ως σύγχρονοι περιπατητές περνάμε νοερά από μια βιτρίνα με φράγκικα κουστούμια τα ‘Μπακαλιαράκια’, μεταφερόμαστε στην Κρήτη των Βενετσιάνων κατακτητών, στην ταβέρνα ακούμε ρεμπέτικα του Σκαρπέλη, και της Ρίτας Αμπατζή. αλλού συναντάμε τον Καραγκιόζη αλλά και τον δημοσιογράφο και μυθιστοριογράφο, Εδμόντο Αμπού που μας “χαρίζει” τη δική του λογοτεχνική Ελλάδα. Και οι θεοί του Πεμόν της Χιλής ανταμώνουν σε μια νοητή ιστορική στιγμή με τους θεούς του Ολύμπου.
Με μια βαθιά αγάπη για την ιστορία και την παράδοση, σε μια πολύ περιεκτική μορφή ποιητικών, αμφίσημων αφηγήσεων, η αρχαία Ελλάδα των Ιώνων, συνυπάρχει με τους ιστορικούς μαχαλάδες της Αθήνας του 1930, και τα ρεμπέτικα, με τη σύγχρονη αστική μεγαλούπολη της Αθήνας. Στον ποιητικό χωροχρόνο μνήμης ο ρεαλισμός συνδιαλέγεται με την αφαίρεση και τον αποσπασματικό λόγο. Οι μελωδίες, οι μουσικές, το φολκόρ και το έθνικ αναδεικνύονται μέσα από τον λυρισμό, τα “κρετσέντα”, τις παύσεις και τις συγχορδίες της ποιητικής γραφής.
Στο ουμανιστικό πρόσωπο της συλλογής διακρίνεται ο στοχαστικός προβληματισμός και η εσώτερη ανησυχία σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την αγάπη, τον έρωτα, το παιδί καθώς και για τη θέση -πλέον- της γυναίκας στην κοινωνία και τις επικίνδυνες κοινωνικές συμπεριφορές. Αναπάντεχα θαρραλέα: “Οι εμπειρίες που μάζεψα. Και τώρα συνεχίζω και προχωρώ. Δεν σε παίρνω μαζί μου. Τόσο καιρό περίμενα μα δε φάνηκες, και μάλιστα για ανόητους λόγους. Τώρα πια δε σε θέλω. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουμε σε ότι έχουμε ζήσει”. (σελ 47). Στην πλοκή πολλών εκ των ποιημάτων διαφαίνεται η πορεία προς την ελπίδα, προς την βούληση και την τόλμη: “Δύο παιδάκια επέλεξαν τα χέρια τους και έγνεψαν στον φίλο τους αν θέλει να καθίσει πάνω τους. Ήταν Κυριακή. Έτσι πήγαν μια μεγάλη βόλτα. Ο φίλος τους δεν είχε πόδια”.
Με την αίσθηση μιας σύγχρονης αυτόματης σουρεαλιστικής γραφής, μέσα από ίχνη αγάπης για τη μουσική – λόγω της πολύχρονης πορείας της δημιουργού ως παραγωγός, ραδιοφώνου- και για τη ζωγραφική μέσα από τον εσώτερο λυρισμό της, αντικρίζουμε και την κοινωνική κριτική. Ο συνδυασμός εντός του ποιητικού κειμένου είναι ιδιαίτερα προκλητικός. Η κοινωνική κριτική γίνεται ένα κάλεσμα επικοινωνίας με αναφορές στη διαλεκτική του Σωκράτη. “Έλα στον διάλογο και θ’αποκαλυφτείς” μας παρακινεί. (σελ. 57)
Το ποιητικό συγκείμενο της Εύας Χρόνη κοιτάει το “σήμερα” μέσα από τη διαχρονικότητα και την αιωνιότητα της ύπαρξης, με ιδιαίτερα ρομαντικό λόγο μιλάει για “ενέσεις λησμονιάς”. Και με δωρικό λόγο συνδυάζει χρονικές αρμονίες: “Για όσους έχουν να με ακούσουν καιρό, χαιρετίσματα από τον παρελθόντα, τον παρόντα, και τον μέλλοντα” (σελ. 129)
Ένας νέος χωροχρόνος είναι ο δικός της. Ως επίγονος του σημαντικού Έλληνα ποιητή Βαγγέλη Χρόνη, γνωρίζει από μικρή τη δύναμη και την ακουστικότητα του ποιητικού λόγου, μέσω της τολμηρής έκφρασης και της προσωπικής σημειολογίας. Και τολμά να σμιλέψει την ενέργεια της γραφής μέσα από σημεία προσωπικής ορθογραφίας, ποιητικούς ήχους, φθόγγους, συλλαβές. Ο “θαυμασμός” γίνεται “θαβμασμός” όπως τον προφέρει με δύναμη και αγάπη η ίδια.
Ο δομημένος, στακάτος ποιητικός λόγος της Χρόνη, είναι έντονος, κριτικός, εξομολογητικός, δίκαιος. Μια υπαινικτική λεπτομέρεια του δομημένου λόγου, διαφαίνεται έντονα και στην εικόνα του εξωφύλλου του βιβλίου, αυτο-πορτραίτο από μικρά δομικά κομμάτια κολάζ, το οποίο φιλοτέχνησε στην ηλικία των 11 χρονών, εντάσσοντας στο έργο αναφορές στον κυβισμό, τον οποίο γνώριζε ήδη.
Σαν ήχο από γονατάκι ή ούτι, εισπράττουμε το κάθε ποίημα. Γιατί οι τέχνες συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται. Στη νεότροπη εκδοχή της μνήμης.
Μαργαρίτα Καταγά
Leave A Comment