
Αυτοψία στο υπό αποκατάσταση Τέμενος Βαγιαζήτ, στο Διδυμότειχο, πραγματοποίησε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, επικεφαλής υπηρεσιακού κλιμακίου, στο πλαίσιο επίσκεψης εργασίας για την παρακολούθηση της εξέλιξης του έργου, το οποίο εντάσσεται στη στρατηγική του Υπουργείου για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Θράκης.
Η Υπουργός, ανεβαίνοντας στις υψηλότερες στάθμες των ικριωμάτων εργασίας, που φτάνουν τα 18 μέτρα, είχε την ευκαιρία να δει το έργο κατασκευής της ξύλινης οροφής του μνημείου και της αποκατάστασης του μιναρέ. Πρόκειται για φυσική ξυλεία χλωρής δρυός, ιδιαίτερα μεγάλων διατομών και μήκους -κάποιοι δοκοί έχουν διατομή 0,35Χ0,45 και μήκος 13,5μ.- που προέρχεται από αειφόρα διαχειριζόμενα δάση της Γαλλίας, της Ελβετίας και της Γερμανίας. Η ξυλεία που χρησιμοποιείται στην ανακατασκευή της στέγης του τεμένους, διαμορφώθηκε ως προς τις διαστάσεις και πιστοποιήθηκε ως προς την αντοχή, από αντίστοιχα τοπικά πριστήρια, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί από την εγκεκριμένη μελέτη. Ήδη έχει τοποθετηθεί το μεγαλύτερο τμήμα των ξύλων της έδρασης της στέγης στην στέψη των τοίχων και των πρώτων στρώσεων στους εσωτερικούς πεσσούς του μνημείου. Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη η αποδόμηση του μιναρέ μέχρι τη στέψη της τοιχοποιίας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η δομική του αποκατάσταση, με επαναχρησιμοποίηση του υλικού που δεν έχει φθαρεί από την πυρκαγιά, και τη συμπλήρωσή του, με νέο υλικό.
Παρουσίαση του ερευνητικού προγράμματος αποκατάστασης και ανάδειξης του Κάστρου Διδυμοτείχου
Στη συνέχεια, στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του ερευνητικού προγράμματος που εκπονήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για την προτεραιοποίηση και τη μεθοδολογία των επεμβάσεων αποκατάστασης του Κάστρου Διδυμοτείχου, την προστασία του και τη λειτουργική διασύνδεσή του με το αστικό περιβάλλον.
Στην πρώτη φάση του ερευνητικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε εφαρμοσμένη έρευνα για την ανάλυση, αποτύπωση, και την ιστορική, αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του συνόλου του μνημείου και εξετάστηκε η παθολογία του σε επίπεδο συνόλου και των επιμέρους τμημάτων. Στη δεύτερη φάση, εντοπίστηκαν οι προτεραιότητες, βάσει κοστολογημένου στρατηγικού σχεδίου, για τον προγραμματισμό των απαιτούμενων επεμβάσεων ανάδειξης του μνημείου, με έμφαση στα τμήματα με τα κρισιμότερα δομικά προβλήματα, αλλά και της ανασυγκρότησης του χώρου με την αποκατάσταση των διαδρομών και του άμεσου περιβάλλοντος χώρου του.
Με βάση τα αποτελέσματα του προγράμματος, δρομολογούνται οι άμεσες επεμβάσεις στις δύο πύλες: Πύλη Γέφυρας και Πύλη Αγοράς, και σε τέσσερις πύργους: Π1, Π2, Π3, Π4. Το λιθόστρωτο στις διαδρομές ανάμεσα στις δύο πύλες αποκαθίσταται με στόχο τη βελτίωση της κινητικότητας, εντός του Κάστρου, οι σπηλαιώσεις διατηρούνται και γίνονται σημειακές αποκαταστάσεις στα τείχη με προτεραιότητα στα τμήματα, όπου παρατηρούνται καταρρεύσεις της λιθοδομής. Διαμορφώνεται και χώρος στάσης και θέασης προς τον Πύργο 1, τον επονομαζόμενο και Πύργο της Βασιλοπούλας. Παράλληλα, αναγκαίες είναι κάποιες απαλλοτριώσεις και η διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κατασκευών.
Με τη σημερινή του μορφή το Κάστρο χρονολογείται από τον 6ο αι. μ.Χ. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Διδυμότειχο ήταν σημαντικό κέντρο, εμπορικό, διοικητικό και στρατιωτικό. Η σπουδαία γεωστρατηγική του θέση είχε επισημανθεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Σε αυτό συνετέλεσε, επίσης, η ισχυρή του οχύρωση, με τείχη μεγάλου πάχους που διαμόρφωσαν τον περίβολο του. Το Κάστρο σήμερα, διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του. Στην περίμετρο των τειχών, μήκους 1.300 μέτρων, βρίσκονται συνολικά 24 πύργοι. Μέσα στον περίβολο του Κάστρου υπάρχουν διάσπαρτες λαξευμένες σπηλιές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τα τείχη του Διδυμοτείχου ανακατασκευάστηκαν επί Ιουστινιανού και ενισχύθηκαν το 751 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου Ε’ και αργότερα το 1303. Το 1713-14, στο Κάστρο του Διδυμοτείχου διέμενε σε κατάσταση ημιαιχμαλωσίας ο Βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ο ΙΒ’. Μέσα στον περίβολο του Κάστρου υπάρχει ένα μικρό πέτρινο ναΐδριο και η σημερινή αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ). Είναι κτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στέφτηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός.
Leave A Comment