Aκόμα μια ιστορία στις τόσες και τόσες που έχουν αυτά τα αριστουργήματα να μας διηγηθούν…
Μετά το καλοκαίρι του 1940 ήταν πια φανερό ότι αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν να εμπλακεί στον πόλεμο. Οι προετοιμασίες έπρεπε να γίνουν ταχύτατα, αποτελεσματικά αλλά και με μυστικότητα αφού δεν έπρεπε να γίνει φανερό ότι η χώρα ετοιμαζόταν για πόλεμο. Ανάμεσα στις άλλες φροντίδες απαραίτητη κρίθηκε η μέριμνα για την ασφαλή απόκρυψη των αρχαίων από τα Μουσεία της Ελλάδας ώστε να προστατευθούν από πιθανούς βομβαρδισμούς αλλά και για να καταστεί δύσκολη η κλοπή τους σε περίπτωση κατάκτησης.
Το Νοέμβριο του 1940 εκδόθηκε σχετική εγκύκλιος από το Υπουργείο που έδινε εντολή αλλά και οδηγίες στα Μουσεία για τη φύλαξη των αρχαίων. Οι θησαυροί των Μουσείων, ανάλογα με το μέγεθος τους και την αξία τους, τοποθετήθηκαν σε κιβώτια στις αποθήκες , θάφτηκαν σε ορύγματα και καλύφθηκαν με άμμο, ενώ τα χρυσά μεταφέρθηκαν στις θυρίδες των τραπεζών. Τα γλυπτά της Ακρόπολης θάφτηκαν στο εσωτερικό του Μουσείου ή μεταφέρθηκαν στις σπηλιές των παρακείμενων λόφων.
Η επιχείρηση απόκρυψης των αρχαίων ήταν τιτάνια. Το προσωπικό των Μουσείων, εξειδικευμένοι εργάτες και εθελοντές εργάστηκαν σκληρά από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου ώστε να ολοκληρώσουν το έργο τους. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, η προσπάθεια αυτή διήρκησε έξι μήνες ενώ και το ίδιο το κτήριο καλύφθηκε με σακιά με άμμο για να προστατευθεί από βομβαρδισμούς. Μάλιστα, καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο ελληνοїταλικός πόλεμος, το βάρος της επιχείρησης φύλαξης των εκθεμάτων έπεσε στις γυναίκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αφού οι περισσότεροι νέοι άντρες βρίσκονταν στο μέτωπο.
Ωστόσο, η υπεράνθρωπη προσπάθειά τους στέφθηκε με επιτυχία. Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα βρήκαν ένα άδειο Αρχαιολογικό Μουσείο. Στις αίθουσες και τους διαδρόμους δεν υπήρχαν παρά οι κενές προθήκες. Ανάλογη ήταν η εικόνα που αντίκριζαν οι κατακτητές και στα υπόλοιπα μουσεία της χώρας που παρά την επιμονή τους να επαναλειτουργήσουν, χάρη στη σταθερή άρνηση των υπαλλήλων των Αρχαιολογικών Υπηρεσιών και των Μουσείων, παρέμειναν κλειστά σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Οι Ναζί, βέβαιοι ότι τελικά θα κέρδιζαν τον πόλεμο, δεν ασχολήθηκαν άμεσα με το χρονοβόρο και πολυέξοδο έργο της αναζήτησης και ανάσυρσης των αρχαίων. Η εξέλιξη όμως του πολέμου αποδείχτηκε σωτήρια και για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς, αφού ανάγκασε τις γερμανικές αρχές να ρίξουν το βάρος της προσοχής τους στις πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι οι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας απέφυγαν σημαντικές καταστροφές και εκτεταμένη λεηλασία.
Μετά τον πόλεμο ξεκίνησε το εξίσου δύσκολο έργο της αποκατάστασης και επανέκθεσης των αρχαίων. Σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε να γίνει εκ νέου ανασκαφή ενώ πολλά χρειάστηκαν συντήρηση και αποκατάστασης από τις φθορές που είχαν υποστεί. Πάνω από δέκα χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η επανατοποθέτηση των αρχαίων αποδεικνύοντας πόσο δύσκολο κατόρθωμα ήταν η φύλαξη τους σε μόλις έξι μήνες.
Παρόλα αυτά, δεν έλειψαν οι περιπτώσεις αρπαγής αρχαίων από τους κατακτητές. Το 1948, ο αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος ταξίδεψε στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία με αποστολή να εντοπίσει τα κλεμμένα αρχαία. Μάλιστα, του δόθηκε ο στρατιωτικός βαθμός του ταγματάρχη για να μπορεί αν κινείται με μεγαλύτερη άνεση. Ο Μαρινάτος, όχι χωρίς να συναντήσει εμπόδια από τις συμμαχικές δυνάμεις, πέτυχε τον επαναπατρισμό πολλών από τα κλεμμένα αντικείμενα τα οποία επέστρεψαν στα μουσεία από τα οποία είχαν αφαιρεθεί.
Έτσι προστέθηκε ακόμα μια ιστορία στις τόσες και τόσες που έχουν αυτά τα αριστουργήματα να μας διηγηθούν…
Leave A Comment