Με την καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 είχε πλέον επισφραγιστεί η έκβαση του πολέμου και η τυπική επικύρωση του τέλους του έγινε στα τέλη Σεπτεμβρίου με τη Συνθήκη των Μουδανιών. Η Ελλάδα αποδεχόταν την αποχώρηση και από την Ανατολική Θράκη εξασφαλίζοντας τη ζωή των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής που ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό δυτικά του ποταμού Έβρου. Η οριστική διευθέτηση των ζητημάτων ανάμεσα στην Τουρκία και τους συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους και η Ελλάδα, θα γινόταν λίγο αργότερα με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Στην Ελλάδα οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες κάτω από το βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, διατηρούσε το κύρος του από την Μικρασιατική εκστρατεία χάρη και στην απόλυτα πετυχημένη δράση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων που διοικούσε στη διάρκεια της υποχώρησης. Διατήρησε την πειθαρχία του καλύπτοντας την υποχώρηση του στρατού αλλά και την εκκένωση των ελληνικών χωριών. Ο ίδιος, μαζί με τον συνταγματάρχη Π. Γαρδίκα και τον αντισυνταγματάρχη Μιλτιάδη Κοιμήση συγκρότησαν στη Χίο τον Σεπτέμβριο (11/24-9-1922) του 1922 την «τριμελή επαναστατική επιτροπή» στην οποία σύντομα προσχώρησε και ο Συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς από τη Μυτιλήνη αλλά και ο στόλος.
Οι εξεγερθέντες έφτασαν στην Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Η αντίσταση της κυβέρνησης ήταν υποτυπώδης και στις 14/27 Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανακοίνωσε την παραίτηση του. Πλέον η εξουσία είχε περάσει στην «Επανάσταση» που ασκούσε τη διακυβέρνηση της χώρας. Αρχικά τη θέση του πρωθυπουργού ανέλαβε ο Σωτήρης Κροκίδας για να το διαδεχτεί ο Γονατάς. Ούτως ή άλλως την εξουσία ασκούσαν οι στρατιωτικοί με αναγνωρισμένο αρχηγό το Νικόλαο Πλαστήρα.
Η κυβέρνηση της Επανάστασης διεξήγε τη Δίκη των Εξ και τις διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη. Ωστόσο, ενήργησε σοφά αναθέτοντας τις διαπραγματεύσεις στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στις 24 Ιουλίου υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης που ρύθμιζε τα ζητήματα ανάμεσα στις συμμαχικές δυνάμεις, όχι μόνο την Ελλάδα, και την Τοτρκία. Καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονταν περισσότερα για την εξασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, συχνά δεν υποστήριξαν τις ελληνικές διεκδικήσεις. Διαπραγματευτικό όπλο για την Ελλάδα ήταν ο στρατός που είχε ανασυνταχθεί από τον στρατηγό Θ. Πάγκαλο και βρισκόταν στη Δυτική Θράκη ικανός σύμφωνα με τους στρατιωτικούς να προωθηθεί πολύ σύντομα ως τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Ο Βενιζέλος ωστόσο, σταθμίζοντας και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων θεωρούσε την κατοχή της Ανατολικής Θράκης αδύνατη. Ο ποταμός Έβρος ορίστηκε ως σύνορο των δύο χωρών και η Ελλάδα διατήρησε την κατοχή της Δυτικής Θράκης που της είχε αποδοθεί από τη Συνθήκη των Σεβρών.
Πλέον η χώρα στράφηκε στην ανασυγκρότηση του κράτους και στην αποκατάσταση των προσφύγων.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης ενσωματώθηκε η Σύμβαση ης ανταλλαγής πληθυσμών που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και την Τουρκία ήδη από τις 30 Ιανουάριο του 1923. Η ανταλλαγή ήταν μια επώδυνη απόφαση για τους πληθυσμούς που υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Σύμφωνα με τους όρους η σύμβαση αφορούσε στους «Τούρκους υπηκόους ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύματος» και τους Έλληνες υπηκόους μουσουλμανικούς θρησκεύματος». Εξαιρούνταν οι «Έλληνες» της Κωνσταντινόυπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου καθώς και οι «μουσουλμάνοι» της Δυτικής Θράκης.
Με αυτή την Σύμβαση, που έβαζε τέλος στην ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ο Βενιζέλος και η ελληνική πλευρά αποδεχόταν μια πραγματικότητα. Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες είχαν περάσει στην Ελλάδα κάτω από τραγικές συνθήκες. Η εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο από τις κεμαλικές δυνάμεις ήταν αναπόφευκτη. Με την αποδοχή της συμφωνία, που ήταν μια τουρκική απαίτηση, ο Βενιζέλος εξασφάλιζε τουλάχιστον την μετανάστευσης των Ελλήνων με μεγαλύτερη ασφάλιση και την ταυτόχρονη αποχώρηση και από την Ελλάδα των τουρκικών πληθυσμών.
Περίπου 1.5 εκατομμύρια ορθόδοξοι μετακινήθηκαν στην Ελλάδα και μισό εκατομμύριο μουσουλμάνοι στην Τουρκία. Η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε ένα δύσκολο και πολυετές έργο την ελληνικής πολιτείας και της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Ωστόσο, η ενσωμάτωση τους, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία του νεώτερου ελληνικού κράτους.
Leave A Comment