Ένα στολισμένο, γεμάτο εδέσματα τραπέζι είναι ο πλέον πανανθρώπινος συμβολισμός της αφθονίας, της γιορτής, της ευτυχίας. Τα Χριστούγεννα είναι ίσως η μόνη, ή έστω μια από τις λίγες, ημέρες μέσα στο χρόνο που θα εμφανιστούν τα «καλά» μαχαιροπίρουνα και σερβίτσια, θα βγει από το ντουλάπι το εορταστικό τραπεζομάντηλο, γκι και κεριά θα στολίσουν το τραπέζι.

Οι αναμνήσεις όλων από τις ημέρες των Χριστουγέννων δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνουν τις γεύσεις, τις μυρωδιές και βέβαια τα γέλια, τις κουβέντες ακόμα και οικογενειακές διαφωνίες γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Κωστή Παλαμά στα Χριστούγεννα:

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι

που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!

Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,

γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!

Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,

και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.

….

και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,

των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία…

Ήδη, από τα πρώτα χρόνια που καθιερώθηκε εορτασμός των Χριστουγέννων, στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη η πόλη στολιζόταν από τους δήμους, τα παιδιά έλεγαν τΑ κάλαντα και οι κάτοικοι οργάνων εορταστικά γεύματα. Η συνύπαρξη γύρω από το τραπέζι απέκτησε συμβολικό χαρακτήρα. Όπως καταγράφει ο Λιουτπράνδο της Κρεμόνας κατά την επίσκεψη του στην αυλή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, , ο αυτοκράτορας, μετά την τελετουργική λειτουργία στην Αγία Σοφία επέστρεφε στο παλάτι όπου παρέθετε επίσημο γεύμα στους άρχοντες, ξένους προσκεκλημένους αλλά και δώδεκα φτωχούς κατοίκους της πόλης.

Σε ένα αντίστοιχο βασιλικό γεύμα στην Αγγλία, ο βασιλιάς Ερρίκος ο 8os τον 16ο αιώνα σέρβιρε για πρώτη φορά γαλοπούλα αντικαθιστώντας τα ως τότε παραδοσιακά πιάτα, όπως το ελάφι και το χοιρινό. Ωστόσο, πέρασαν τρείς αιώνες μέχρι η γαλοπούλα να διαδοθεί και να γίνει το παραδοσιακό  έδεσμα των έδεσμα των βρετανικών χριστουγεννιάτικων γευμάτων. Σε αυτό έπαιξε πιθανόν ρόλο η ευκολία στην εκτροφή της και το μέγεθος της που θα μπορούσε να αρκέσει για τα μέλη μιας οικογένειας. Ο Κάρολος Ντίκενς στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία περιγράφει την «επίσκεψη» του Σκρούτζ στο σπίτι του υπαλλήλου του με το  Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος: «. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό».

Στη λογοτεχνία είναι συχνή περιγραφή των χριστουγεννιάτικων γευμάτων ακόμα και των φτωχών ανθρώπων, που ξεχνούν το κρύο του Δεκεμβρη μπροστά στη ζεστασιά της γιορτής: «Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιών ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε» ( Φώτης Κόνβτογλου: Παραμονή Χριστουγέννων). Και σε μια ακόμα περιγραφή ενός πλούσιου γεύματος, φτωχών ανθρώπων ο Κόντογλου περιγραφεί το τραπέζι του προσφέρει ο « ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τον δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Είναι αρχαίος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ρούχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες είναι σὰν τὸν Γιάννη. Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρά εἶναι μουσαφιραῖοι… Καθόντανε λοιπόν γύρω στὸ σοφρά καὶ τρώγανε. Επάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ανάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιού».

Στο διήγημα τα Χριστούγεννα του Θανάση Μέρτικα, ο συγγραφέας Κωστής Μπαστιάς, περιγράφει τα μοναχικά Χριστούγεννα του μετανάστη Θαννάση Μέρτικα που βρέθηκε σε μια μικρή πολιτεία της Αμερικής ανήμερα τα Χριστούγεννα. Στο κείμενο, μέσα σε λίγες σελίδες αναδεικνύεται η νοσταλγία, η μοναξιά αλλά και η αλληλεγγύη των Ελλήνων μεταναστών, ειδικά  σε μια μέρα όπως αυτή: «Ο πρόεδρος της κοινότητας, μαζί με τον παπά, τον κάλεσαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

– Χρονιάρα μέρα δε γίνεται να μείνεις μονάχος, τουʼ πανε.

Κι όμως, σαράντα χρόνους είχε μείνει ολομόναχος, γιορτάζοντας με ξένους ανθρώπους ξένες γιορτές. Αλλά ήτανε άβουλος και πήγε.

Άμα φτάσανε στο σπίτι του προέδρου , του δώσανε κι έφαγε πράματα, που τα θυμότανε , αλλά που ταʼ χε ξεσυνηθίσει: ούζο, τυρί φέτα, ταραμοσαλάτα, ελιές Καλαμών και τυροπιτάκια. Αμίλητος δοκίμασε απʼ όλα. Στο τραπέζι θα κάθισαν ως εικοσιπέντε άνθρωποι , από γέροι ως παιδιά, κι ο παπάς στη μέση, έχοντας δεξιά του τον πρόεδρο κι αριστερά το Θανάση Μερτίκα. Όλοι τους τρώγανε λαίμαργα, μιλούσανε , φωνάζανε, γελούσανε και χειρονομούσαν. Μιλούσανε πολύ για την Ελλάδα και πιότερο για την Καλαμάτα, γιατί όλοι, εξόν από τον Μερτίκα και τον παπά, ήταν Μεσσήνιοι. Ο μόνος που δε μιλούσε, και που έφαγε λίγο γαλόπουλο, ήταν ο Μερτίκας. Αλλά κατά βάθος κανείς δεν το πρόσεχε. Πού και πού, του φώναζαν:

« Φάε γέρο!…» « Κουράγιο γέρο!…» « Πιε γέρο!…».

Πάμπολλα τα παραδείγματα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας όπου επανέρχονται ξανά και ξανά τα χαρακτηριστικά του γεύματος των Χριστουγέννων: Το ίδιο το γεύμα είναι απλά η αφορμή, η ουσία δεν είναι άλλη από τη συντροφικότητα, τη συνύπαρξη, την οικογενειακή ατμόσφαιρά, ίσως η μοναδική γιορτή που γεννά παρόμοια αισθήματα διαχρονικά και παγκόσμια.

Share This Story, Choose Your Platform!