Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1960 στην Ελλάδα, όπως σε πολλά μέρη του κόσμου, ήρθε στο προσκήνιο η νεολαία, κυρίως μέσα από ένα οργανωτικά ενισχυμένο σπουδαστικό κίνημα, έχοντας ως κύριο αίτημα τον πολιτικό και εκπαιδευτικό εκδημοκρατισμό αλλά και τον δίκαιο καταμερισμό του παραγόμενου πλούτου.
Τότε αναδύθηκε μία ιδιαίτερη ομάδα νεολαίας, οι εργαζόμενοι μαθητές, που την ημέρα εργάζονταν και το βράδυ φοιτούσαν στα νυχτερινά γυμνάσια. Στην πλειονότητά τους ήταν νέοι 14 έως 20 ετών, προερχόμενοι από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, παιδιά φτωχών οικογενειών ή που μετακόμιζαν από την επαρχία στις πόλεις για να ελαφρύνουν τα οικογενειακά έξοδα και για να σπουδάσουν δουλεύοντας σε ωράριο ενηλίκων αλλά με τη μισή ή και μικρότερη αμοιβή. Στη ζωή τους κυριαρχούσε η πολύωρη εργασία, το νυχτερινό μάθημα σε ένα απωθητικό σχολικό περιβάλλον, το διάβασμα κι ελάχιστη ξεκούραση ή ψυχαγωγία. Οι σκληρές αυτές συνθήκες συχνά ανάγκαζαν τα παιδιά να διακόπτουν τις σπουδές τους.
Ομάδα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά χειραφετημένη, οι μαθητές των νυχτερινών γυμνασίων, οργανώθηκαν συλλογικά ως ιδιαίτερο κομμάτι του μαθητικού κόσμου, στις αρχές του 1962 ιδρύοντας το Σύλλογο Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης (ΣΕΜΜΕ). Αφορμή για την ίδρυση του συλλόγου ήταν η επιμήκυνση των σπουδών τους κατά ένα έτος (7ετής φοίτηση). Στην ίδρυση του συλλόγου πρωτοστάτησαν οικοδόμοι κι εργάτες αγωνιστές του αριστερού χώρου, ήδη οργανωμένοι στην ΕΔΑ, όπως ο Χρήστος Ρεκλείτης. Η συμμετοχή στον σύλλογο δεν παρείχε στους εργαζόμενους μαθητές μόνο συνδικαλιστική προστασία αλλά και την συναναστροφή αγοριών και κοριτσιών με κοινές αναφορές κι ενδιαφέροντα με αποτέλεσμα την ανάπτυξη έντονης πολιτιστικής δραστηριότητας με χοροεσπερίδες, εκδρομές και ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς κι άλλους ιστορικούς χώρους, μουσικά απογεύματα, διάβασμα βιβλίων και σινεμά. Με πρωτοβουλία του συλλόγου εκδόθηκε και η κλαδική εφημερίδα Μαθητική. Τα περισσότερα από τα παιδιά, που δούλευαν από την ηλικία των 8-10 ετών, γνώρισαν την ανάταση που προσφέρει η ενασχόληση με τις τέχνες και τα γράμματα. Μέσα από την κοινή πολιτισμική εμπειρία και το προοδευτικό πολιτικό όραμα καλλιεργήθηκαν αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης, ελπίδες για κοινωνική βελτίωση κι αξιοπρεπή διαβίωση, στόχους για τους οποίους αξίζει κανείς να αγωνίζεται. Ο ΣΕΜΜΕ φιλοδοξούσε να τροφοδοτήσει την κοινωνία με νέους πνευματικά καλλιεργημένους και πολιτικά ώριμους, συσπειρωμένους γύρω από το ευρύτερο προοδευτικό σπουδαστικό κίνημα.
Οι νυχτερινοί μαθητές, μέσα από την μόνιμη παρουσία και παρέμβαση του ΣΕΜΜΕ στα Πανσπουδαστικά Συνέδρια, ασκούσαν κριτική για τη διακυβέρνηση της χώρας και κατήγγειλαν την ανεύθυνη αντιμετώπιση θεμάτων εκπαίδευσης, υγείας, εργασίας. Εκτός από την κατάργηση του έβδομου έτους φοίτησης στα νυχτερινά γυμνάσια, οι εργαζόμενοι μαθητές αιτούνταν δωρεάν εκπαίδευση, περισσότερες και καλύτερες σχολικές εγκαταστάσεις, δωρεάν παροχή διδακτικών βιβλίων, εξάωρη εργασία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά. Τα αιτήματά τους αντιστοιχούσαν σε δαπάνες που οφείλει να παρέχει το δημοκρατικό πολίτευμα στη σπουδάζουσα νεολαία, που κοπίαζε για τον εθνικό πλούτο και το μέλλον της πατρίδας. Τα μέλη του συλλόγου μάχονταν για την υλοποίηση των αιτημάτων τους με πορείες, αποχές, ακόμη κι απεργίες πείνας. Κατά την τριετία 1961-1963, ο σύλλογος υπήρξε ιδιαίτερα μαχητικός. Οι εργαζόμενοι μαθητές και ο ΣΕΜΜΕ κατηγορήθηκαν και διώχθηκαν στο πλαίσιο της εγκυκλίου 1010/1965 που εξέδωσε ο Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός και υπουργός Παιδείας, με σκοπό τη διάλυση της Νεολαίας Λαμπράκη. Στον αντίποδα του ΣΕΜΜΕ δραστηριοποιήθηκε η ΟΣΕΝ (Οργάνωση Σπουδαζούσης Εργαζομένης Νεολαίας), μια αποτυχημένη προσπάθεια των Αρχών να διασπάσουν το ενιαίο μαθητικό κίνημα.
Παρά την συντεταγμένη και επίμονη προσπάθεια που καταβλήθηκε, οι εργαζόμενοι μαθητές δεν κατάφεραν να επιλύσουν τα βασικά τους προβλήματα, η εμπειρία όμως που απέκτησαν, μέσα από τη διεκδικητική διαδικασία και τη συλλογική δράση, συνέβαλε στην ενεργοποίηση της ηθικής και κοινωνικής αντίδρασης κι αντίστασης που παρουσίασε μέρος της νεολαίας στη διάρκεια της δικτατορίας. Το προσωπικό και συλλογικό όραμα για έναν κόσμο πιο ειρηνικό και δίκαιο διατηρούσαν τη νεανική φλόγα ζωντανή.
Η νεολαία του 1960, αναλογικά, μπορεί να συγκριθεί με την σημερινή μόνο στο μέτρο των συνθηκών πολιτικής παρακμής και οικονομικής κρίσης όπου αμφότερες γαλουχήθηκαν – σε διαφορετικά όμως οικονομικά περιβάλλοντα, με κοινό αίτημα τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου. Οι εργαζόμενοι σπουδαστές του ¢60, πεπεισμένοι ότι η πρόοδος, ατομική και συλλογική, ήταν στο χέρι τους, αγωνίστηκαν γι’ αυτό με όλη τους τη δύναμη. Οι σπουδές εκείνο τον καιρό ήταν εφόδιο κι εχέγγυο για κοινωνική και οικονομική άνοδο, που σήμαινε προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης ικανές να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή επιβίωση της μεσοαστικής οικογένειας. Σήμερα η πλειονότητα των νέων, στερημένη από ιδανικά και προοπτικές, αναζητά την πρόσκαιρη απόλαυση μέσα από εφήμερες εμπειρίες, αδιαφορώντας για το μέλλον. Το υποκείμενο πια είναι εξατομικευμένο και συνεπώς διεκδικητικά αποδυναμωμένο. Η επαγγελματική αποκατάσταση είναι πια αμφίβολη για πολλούς νέους εφοδιασμένους με πτυχία κι εξειδικευμένη γνώση – δηλαδή ασύγκριτα ανώτερους εκπαιδευτικά απ’ ότι οι γονείς και παππούδες τους.
Η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του ΄60, η κοινωνική κινητικότητα και η πολιτισμική απελευθέρωση πρόσφεραν στη νεολαία όραμα και προσδοκίες που την ωθούσαν στη διεκδίκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε αντίθεση με την σημερινή πραγματικότητα που η διάλυση των συλλογικών θεσμών, οι διαβρωμένοι κι ανίσχυροι πολιτικοί θεσμοί, το ευτελισμένο αξιακό πρότυπο και ο τρόπος ζωής που επιβάλλουν η ιδεολογία και οι πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού, έχουν αποπροσανατολίσει τους περισσότερους νέους από το όραμα ενός κόσμου περισσότερο ασφαλούς και δίκαιου. Η συλλογική απογοήτευση και το κοινωνικό αδιέξοδο έχουν επιβάλλει την απραξία, την παραίτηση και τον μηδενισμό.
Ε.Α. Δεσύπρη
ΜΑ Νεότερης & Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
Leave A Comment