
Μια πρωτότυπη μουσικοθεατρική performance πάνω στην Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία και απόδοση του Κωνσταντίνου Χατζή και μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη, παρουσιάζεται από τις 19 έως τις 23 Μαρτίου στην Εθνική Γλυπτοθήκη.
Η ιστορία του ανθρώπου, η αέναη δίψα του για εξουσία, καταστροφή και πόλεμο, ως σπαρακτικό πορτρέτο του σύγχρονου κόσμου, με όχημα τον λόγο του Ευριπίδη και το πρόσωπο της Εκάβης. Μια μελέτη πάνω στον πόλεμο, την προσφυγιά, τη γενοκτονία, την ελπίδα, το όνειρο, τον εφιάλτη και το σκοτάδι.
Το πρόσωπο. Η μάνα. Η γη. Η πατρίδα. Η Βασίλισσα. Η Εκάβη μέσα από τον κόσμο των νεκρών διασχίζει τον χρόνο σαν κυρτό βέλος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ερείπια, στα νεκρά σώματα, στην λάσπη, στο αίμα. Το γέρικό της σώμα πεσμένο στην «σκληρή, καμένη γη» συνομιλεί με θεούς και ανθρώπους. Αγωνίζεται, αντιστέκεται, σηκώνεται και κοιτάζει κατάματα το τρομερό πρόσωπο του πολέμου. Ο λόγος της αντηχεί εκκωφαντικά μέσα στους αιώνες ξανά και ξανά. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η μουσική. Μια «άλλη» περιπλάνηση. Ανθρώπινα βήματα. Ο ρυθμός κάποτε γρήγορος, κάποτε αργός, σταθερός ή ακανόνιστος, βέβαιος ή αβέβαιος αφηγείται την ιστορία κάθε ανθρώπου που περιπλανιέται σε μια άδεια, κατεστραμμένη πόλη. Γρήγορες ανάσες, ρόγχοι, κατακερματισμένοι ψίθυροι.
Πρόκειται για μια συρραφή και όχι για διασκευή της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη μιας και θα ακουστεί αυτούσιος ο λόγος του τραγικού ποιητή σε διάλογο με τη μουσική και κάποια τραγούδια του Γιώργου Κουμεντάκη σε συνομιλία με το χώρο της Εθνικής Γλυπτοθήκης. Η performance Ευριπίδου Εκάβη αντλεί την έμπνευσή της από τα έργα που βρίσκονται στην Γλυπτοθήκη. Η ιστορία της βασανισμένης Εκάβης που μετουσιώνεται σε μια μαινάδα που ξεριζώνεται από το μητρικό της δάσος, και ετοιμάζεται να θαφτεί για πάντα στα χώματα μιας ξένης γης, αλλιώτικης από εκείνη τη γεμάτη ηδονική αδρεναλίνη της εσχατιάς που γνωρίζει, την οποία και εξουσιάζει ως βασίλισσα του τόπου, συνομιλεί σπαρακτικά, με το παρελθόν του απανταχού ελληνισμού, με φόντο τις σπουδαιότερες γλυπτικές δημιουργίες των τελευταίων αιώνων. Εντός της Εθνικής Γλυπτοθήκης φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων, η Πηνελόπη (1873) του Λεωνίδα Δρόση, ο Ιπποκένταυρος (1901) του Θωμά Θωμόπουλου, Η γυναίκα του Λωτ (1962) της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, το Κεφάλι του Μ. Αλεξάνδρου (1958-1993) του Δημήτρη Καλαμάρα, ο Δούρειος Ίππος (1970) του Ιωάννη Αβραμίδη, ο Κένταυρος (1985) της Σοφίας Βάρη κ.ά.
Η Εκάβη του Χατζή, εδώ, λειτουργεί ως alter ego της Αναδυομένης (1975) του Δημήτρη Αρμακόλα ως έργο-σύμβολο της ελληνικής κοινωνίας, της μάνας που αναδύεται από το (ολο)δικό της έρεβος για να μοιραστεί το δράμα της, να λυτρωθεί μέσω της κάθαρσης που η ίδια διεκδικεί για το δικό της μικρο-οίκο, να αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα της στη δόμηση της κοινωνικής μακρο-ιστορίας του ελληνικού γίγνεσθαι. Το στίγμα της μνήμης της οικογένειάς της. Η μνήμη θεωρείται παράγοντας καθοριστικής σημασίας κατά τη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας μιας κοινότητας ή ενός έθνους. Συνδέεται με την κατανόηση του παρελθόντος, τη συλλογική εμπειρία και τις αξίες που κληρονομούμε από προηγούμενες γενιές. Τα γλυπτά μαρτυρούν κάθε πέρασμα, κάθε μνημονική εγγραφή και στην performance αυτή, η Εκάβη του Χατζή μεταμορφώνεται σε ένα άλλο κινούμενο-αέρινο γλυπτό που αναζητά το δρόμο της επιστροφής στην προθήκη της Τροίας, όπου και δικαιωματικά ανήκει.
Leave A Comment