Βένια Παστάκα

Ιστορικός Τέχνης

Ποιες σχέσεις συνάφειας μπορούν να υπάρχουν ανάμεσα στο κλασικό και στο σύγχρονο; Μπορεί να δημιουργηθεί γόνιμος διάλογος  μεταξύ καλλιτεχνών και έργων που τους χωρίζουν σχεδόν τρεις αιώνες; Μπορούν να είναι επίκαιρα έργα τέχνης που έγιναν τον 18ο αιώνα και να βρει σημεία ταύτισης με αυτά ο θεατής του σήμερα; Ακόμα, πόσο πρωτοποριακός μπορεί να έχει υπάρξει ένας καλλιτέχνης ώστε να επηρεάζει μέχρι και σήμερα τους συναδέλφους του;

Δύο σημαντικές εκθέσεις που βρίσκονται σε άμεσο διάλογο μεταξύ τους παρουσιάζονται από τις 22 Ιανουαρίου στην Εθνική Πινακοθήκη εγκαινιάζοντας το πρόγραμμα του 2025. Από τη μια, σε προέκταση του τμήματος που βρίσκεται η δυτικοευρωπαϊκή τέχνη στον -2 όροφο, παρουσιάζονται τα περίφημα Caprichos, τα 80 χαρακτικά του σπουδαίου Ισπανού καλλιτέχνη Francisco Goya (1746 – 1828), τα οποία αγοράστηκαν το 1962 με πρωτοβουλία του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνου Καλλιγά (1906 – 1985) σε μια προσπάθεια να εμπλουτιστεί η συλλογή και με έργα Δυτικής τέχνης. Για την ιστορία, τα χαρακτικά εκτέθηκαν για πρώτη φορά επί Καλλιγά το 1971.  Ένα μέρος αυτών εκτέθηκε το 1984,  επί διεύθυνσης Δημήτρη Παπαστάμου (1923 – 2008) και τέλος το 2008 εκτέθηκαν ξανά στο σύνολό τους επί διεύθυνσης Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα (1939 – 2022) και σε επιμέλεια Μαριλένας Κασιμάτη. Η τωρινή έκθεση, της οποίας την καλλιτεχνική διεύθυνση έχει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Συραγώ Τσιάρα και την επιμέλειά της, η ιστορικός τέχνης  Κατερίνα Ταβαντζή, είναι η τέταρτη που τα κορυφαία χαρακτικά του Goya παρουσιάζονται στο κοινό της Αθήνας, η οποία όπως σωστά επισημαίνεται και από την ίδια τη διευθύντρια, είναι διαφορετική ακόμα και από εκείνη του 2008. 

Τα Caprichos, δημιουργήθηκαν το 1797 – 1798 και  δημοσιεύτηκαν το 1799 χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία καθώς το καυστικό τους περιεχόμενο ενόχλησε το κοινό. Όντας από το 1886 επίσημος ζωγράφος του βασιλιά, ο Goya είχε πλήθος παραγγελιών και θεωρούνταν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ισπανίας. Την περίοδο της δημιουργίας των Caprichos όμως, ο καλλιτέχνης διένυε μια δύσκολη προσωπική περίοδο. Αφενός από το 1893 είχε χάσει την ακοή του εξαιτίας μιας ασθένειας, γεγονός που τον έκανε να κλειστεί στον εαυτό του και αφετέρου οι ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ισπανία τον είχαν απογοητεύσει βαθιά. Διαπνεόμενος από το πνεύμα και τις ιδέες του Διαφωτισμού και με τρόπο ευφυή, σατίρισε μέσα από τη σειρά αυτή των έργων την κοινωνία της εποχής του, την εξουσία, την Ιερά Εξέταση και τον διεφθαρμένο Κλήρο καθώς και τον καθημερινό κόσμο που είχε αφήσει τις δεισιδαιμονίες να τον κυριεύσουν χωρίς να αφήνει την λογική να πρυτανεύει. Για την εκτέλεσή τους, ο Goya χρησιμοποίησε τον πρωτοποριακό για την εποχή συνδυασμό της οξυγραφίας και της ακουατίντας, ο οποίος επέτρεπε έντονες φωτοσκιάσεις και ένα πιο ζωγραφικό αποτέλεσμα. Η οργιώδης φαντασία του, ο σκωπτικός τρόπος απόδοσης των μορφών καθώς και η θεατρικότητα των συνθέσεών του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για γενιές καλλιτεχνών από τον γαλλικό ρομαντισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον σουρεαλισμό ενώ το έργο του συνεχίζει να εμπνέει μέχρι σήμερα. 

Σε αυτό το κομβικό σημείο έρχεται να προστεθεί η έκθεση που βρίσκεται στον ενδιάμεσο χώρο του κτιρίου,  Η Σαγήνη του Αλλόκοτου σε επιμέλεια της Συραγώς Τσιάρα στην οποία οι καλλιτέχνες Άγγελος Αντωνόπουλος, Γιάννης Γαΐτης, Σίλεια Δασκοπούλου, Μαριάννα Ιγνατάκη, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Χριστόφορος Κατσαδιώτης, Τάσος Μαντζαβίνος, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Άγγελος Παπαδημητρίου και Φίλιππος Τσιτσόπουλος ανοίγουν έναν διάλογο με το έργο του Goya. Σε αυτά τα έργα, οι καλλιτέχνες πραγματεύονται έννοιες του τρομακτικού και του γκροτέσκου, τα όρια ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, την λογική και το παράλογο, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση. Χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα όπως η ζωγραφική, η εγκατάσταση, η γλυπτική και το video art δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο ο θεατής νιώθει την εύθραυστη ισορροπία που μπορεί κανείς να συναντήσει στα όνειρα όπου ένα φιλικό περιβάλλον μπορεί να μεταμορφωθεί σε τρομακτικό πεδίο. Το επιβλητικό ξυλόγλυπτο γοτθικό ερμάρι, κληροδότημα του ζωγράφου Οδυσσέα Φωκά (1857 – 1946), με τις γκροτέσκες και τρομακτικές μορφές του δεσπόζει στην μια πλευρά του χώρου, δείχνοντας περίτρανα πως το αλλόκοτο σαγήνευε πάντα τον άνθρωπο. Και στα έργα αυτά, το χιούμορ και η ειρωνεία αποτελούν μοχλούς για να διαπραγματευτούν θέματα που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις εξουσίας και τα υπαρξιακά ζητήματα. 

Βλέποντας στο σήμερα τα έργα του Goya, στην ιστορική συγκυρία που διανύουμε, με τις σχέσεις εξουσίας που μας περιβάλλουν, την διεθνή πολιτική σκηνή, τον πόλεμο των θρησκειών και τις θεωρίες συνομωσίας, είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσουμε την διαχρονική τους σημασία. Όταν μάλιστα στο συγκεκριμένο πλαίσιο προστεθούν και τα σύγχρονα έργα των καλλιτεχνών, τότε γίνεται προφανές πως στην τέχνη, η έννοια του χρόνου καταλύεται. Σε αυτό το άχρονο σύμπαν, η συνύπαρξη των έργων είναι ικανή να γεννά νέες ιδέες, επαναδιαπραγματευόμενες τα ίδια ζητήματα που  ούτως ή άλλως βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. 

Share This Story, Choose Your Platform!