Σε μία όπως πάντοτε λιτή συνέντευξη τύπου, η Σουηδική Ακαδημία, ανακοίνωσε την Πέμπτη 09 Οκτωβρίου 2025, την τελική κρίση της για το βραβείο του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025.

Παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από την Νοτιοκορεάτισσα Χαν Κανγκ (1970), ο Λάσλο Κρασναχορκάι (1954) από την Ουγγαρία τιμήθηκε φέτος με την ύψιστη αυτή λογοτεχνική διάκριση.

Γεννημένος στην περιοχή Γκιούλα, ο Ούγγρος συγγραφέας αρχικά ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του στη Νομική, όμως κατέληξε να παίρνει το διδακτορικό του στη φιλολογία (με μια διατριβή για το έργο του Σαντόρ Μαράι) από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και να εργάζεται αρχικά ως επιμελητής σε εκδοτικούς οίκους.

Ήδη με την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας, το “Satantango” (1985), προκαλεί εντύπωση με την εναλλαγή των ποιητικών εικόνων και των δυστοπικών ενδοσκοπήσεων των κρυπτικών ηρώων του, με πολλούς να συγκρίνουν την αφήγησή του με εκείνες του Χέρμαν Μέλβιλ (Μόμπι-Ντικ) ή του Νικολάι Γκόγκολ των “Νεκρών Ψυχών”. Έχοντας ζήσει κατά διαστήματα στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο, την ανατολική Ασία (Κίνα, Μογγολία) και το Κιότο,  το έργο του αρχίζει να επηρεάζεται έτι περαιτέρω από το κοίταγμα στην εσωτερική ζωή της φύσης και του ατόμου αλλά και το σουρεαλισμό που κρύβουν οι ατέλειες της θνητής μας φύσης.

Ελεγειακοί, μα πάντοτε ουσιαστικοί ως προς την προσέγγιση του περιεχομένου τους τίτλοι όπως “Η Μελαγχολία της Αντίστασης” (1989) και “Πόλεμος και Πόλεμος” (1999) κατακτούν τις καρδιές των πλέον απαιτητικών κριτικών, ενώ ο ίδιος κατά την περίοδο της συγγραφής του “Πόλεμος και Πόλεμος” δέχεται την πολύτιμη επίδραση και τις συμβουλές του “πάπα” της γενιάς των Μπιτ, Άλεν Γκίνσμπεργκ. Πιο συγκεκριμένα για την καθοδήγηση που δέχτηκε στο έργο του από τον Γκίνσμπεργκ, ο Λάσλο Κρασναχορκάι αναφέρει: “Με βοήθησε να βρω μια τεχνική, έναν τρόπο να δημιουργήσω ένα ουδέτερο φόντο για το Πόλεμος και Πόλεμος, συγκεκριμένα μια πολύ ουδέτερη Νέα Υόρκη. Ο ήρωας είναι πολύ εκκεντρικός, όπως και η ιστορία του, οπότε χρειαζόμουν μια ουδέτερη πόλη αντί για την πραγματική, μια Νέα Υόρκη χωρίς χρώματα, χωρίς απρόοπτα, χωρίς κίνηση. Και επειδή η Νέα Υόρκη δεν είναι καθόλου ουδέτερη, ειδικά όταν την βλέπεις για πρώτη φορά, είχα πρόβλημα να τη μετατρέψω σε τέτοια. […] Τελικά, χάρη στις πολύτιμες συμβουλές του, κατάφερα να βγάλω άκρη. Η μέθοδος είναι οπωσδήποτε απλή-προϋποθέτει την εστίαση σε ένα συγκεκριμένο, μικρότερο σημείο και την πλήρη συγκέντρωση στην απόδοσή του, με τα υπόλοιπα να λειτουργούν και να έρχονται αυτόματα, χωρίς την ανάγκη ανησυχίας για την απεικόνιση ενός ευρύτερου φόντου. Πολλά στοιχεία που έως τότε θεωρούσα ισότιμα με το μικρό αυτό σημείο και το περιβάλλον του, έγιναν πλέον δευτερεύοντα και περιττά. Είμαι βαθύτατα ευγνώμων γι’ αυτήν την προσωπική του συμβουλή, καθώς και για τη συνολική του καθοδήγηση.

Θα έλεγε κανείς ότι το σμίξιμό του με τον σκηνοθέτη του κινηματογράφου Μπέλα Ταρ υπήρξε βαθύ, αφού οι κοσμοαντιλήψεις τους φαίνεται να συνδέονται με άρρηκτους δεσμούς. Πράγματι, ο Μπέλα Ταρ μετέφερε στη μεγάλη οθόνη έργα όπως “Satantango”, και “Αρμονίες του Βερκμάιστερ” (βασισμένος στη “Μελαγχολία της Αντίστασης”), κοιτάζοντας κάτω από το δέρμα έναν κόσμο που αργοσβήνει, όπως τον συλλαμβάνει ο Κρασναχορκάι, ενώ-απαλλαγμένος από τον φορμαλισμό των κινηματογραφικών ειδών- δημιούργησε εμβυθιστικές, στοχαστικές εμπειρίες αντάξιες τις εξίσου μοναδικής φωνής του Ούγγρου λογοτέχνη.

Μιας φωνής που προδιαγράφει αυτό το παρατεταμένο “τέλος του παιχνιδιού” του σύγχρονου πολιτισμού μας.

*Το έργο του Λάσλο Κρασναχορκάι βρίσκεται μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις. 

Με πληροφορίες από: 

Share This Story, Choose Your Platform!