Στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης Εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, Φώτη Κόντογλου διαχρονικές δημιουργίες, ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργος Μαγγίνης, χαρακτηρίζει την περίπτωση του Φώτη Κόντογλου ως «ιδιαίτερη» και γι΄ αυτό «δυσερμήνευτη».

«Πως θα μπορούσαν να γεφυρωθούν ή να συμφυρθούν αυτές οι φαινομενικά αντικρουόμενες πλευρές – του παραδοσιακού μάστορα και του νεωτερικού δημιουργού ,του πακτωμένου στη μεταφυσική διδαχή και του προσηλωμένου στο αίτημα της προόδου;». Η έκδοση αποτελεί συνέχεια της έκδοσης του Μουσείου Μπενάκη το 2015 Φώτης Κόντογλου. Από τον «ΛΟΓΟ» στην «ΕΚΦΡΑΣΙ».Μέ ζωγραφιές καί μέ πλουμίδια π’ τό χέρι το συγγραφέα, (επιμέλεια Χρήστος Φ. Μαργαρίτης) και της μελέτης του Μιχαήλ Ασφενταγάκη:  Μια ζωγραφική «Βίβλος» αποκαλύπτεται. Σχέδια και σκαριφήματα του Φώτη Κόντογλου σε λεύκωμα ιδιωτικής συλλογής (Μπενάκη 2020).Επιπλέον είναι εισαγωγή στις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν μέσα στο 2025 με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 130 χρόνων από τη γέννηση του Κόντογλου και των 60 από το θάνατό του.

Η παρούσα έκδοση συγκεντρώνει και θέτει στη διάθεση του ερευνητικού και γενικά του ενδιαφερόμενου κοινού τα πορίσματα ερευνών σε Πινακοθήκες και Ιδιωτικές Συλλογές, οι οποίες κατέληξαν στον εντοπισμό νέου, πολύ σημαντικού υλικού : αφενός ζωγραφικών έργων του Κόντογλου, εκ των οποίων ορισμένα ήταν ελάχιστα γνωστά και οπωσδήποτε αδημοσίευτα και, αφετέρου πολλών χειρογράφων κειμένων του, επίσης αδημοσίευτων μέχρι σήμερα. Η έκδοση δομείται σε τρία μέρη :

Α. Σύγχρονες προσεγγίσεις στο έργο του Φ. Κόντογλου, Β. Μελετώντας αρχεία με χειρόγραφα και σχέδια του Φ. Κόντογλου, Γ. Ανακαλύπτοντας και πάλι τον ζωγράφο Φ. Κόντογλου.

Ο επιμελητής της έκδοσης Χρήστος Μαργαρίτης επισημαίνει, ότι η έκδοση εντάσσεται σε πρόγραμμα μελέτης πτυχών της ελληνικής θρησκευτικής τέχνης μέσα από την ανάδειξη Ελλήνων Αγιογράφων, το οποίο ξεκίνησε τη δεκαετία του 90, με πρωτοβουλία και καθοδήγηση των αείμνηστων καθηγητών Άγγελου Δεληβορριά, διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη και Νίκου Ζία της έδρας Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ.

Το έργο του Κόντογλου, σύμφωνα με τον Μαργαρίτη, είναι πολυσχιδές και η μελέτη του κρίνεται ως μία «από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες φορέων και ιδρυμάτων πολιτισμού».

Ο Δημοσθένης Δαββέτας συγκρίνει το έργο του Φώτη Κόντογλου με εκείνο του Κωνσταντίνου Καβάφη ως προς το ότι «επιτυχαίνουν τη συνέχεια του Ελληνισμού μέσα από το καλλιτεχνικό τους  έργο». Εξηγεί τη μοναδικότητα και τη πρωτοτυπία του έργου του Κόντογλου μέσα στο οποίο συναντάται το βυζαντινό παρελθόν και το μοντέρνο πνεύμα, η αρμονία της συνύπαρξης πνεύματος και ύλης, ελευθερίας και θεσμών σε μια εποχή έντονης αναζήτησης νέων ισορροπιών .

Η Ιωάννα Στουφή –Πουλημένου, αναφέρεται στο μεταγλωττικό και ερμηνευτικό έργο του Κόντογλου σε κείμενα στης Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας με στόχο «να οικοδομήσει πνευματικά τους αναγνώστες του». Τα κείμενα, στα οποία αφιερώνει το μεγαλύτερο συγγραφικό και ερμηνευτικό του έργο, είναι ασκητικά και νηπτικά με κύριο στόχο να απομυθοποιήσει τη λογική, γιατί η «θεοποίηση της λογικής είναι σκλαβιά», αλλά και τη λογοκρατούμενη δυτικίζουσα έκφραση της θεολογίας της εποχής του. Αντίστοιχα και στο εικαστικό του έργο θα πολεμήσει «ο,τιδήποτε δυτικό υπήρχε στη μεταβυζαντινή και νεοελληνική εκκλησιαστική τέχνη»…. «Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά, και μην τ΄ αφήσετε από τα χέρια σας, γιατί δεν έχει ο κόσμος άλλον στύλο που να μην πέφτει κάτω..» Αξίζει  να σημειωθεί η άποψη του και σε ζητήματα θεολογίας της εικόνας. Θεωρεί «ανάγκη διαφύλαξης  της συνέχειας των ιερών προσώπων και σκηνών στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωγραφική ,ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό ύφος του κάθε δημιουργού».

Το επίθετο Κόντογλου, σύμφωνα με την Ελένη Σκοτεινιώτη, αναφέρεται ως οικογενειακό πατρώνυμο της μητέρας του, ενώ στο κείμενο της περιγράφει και το «παραδείσιο» περιβάλλον που έζησε στα παιδικά του χρόνια στο Αϊβαλί. Η συγγραφή του έργου του “Πέδρο Καζάς”, θα τον φέρει κοντά με ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής, Έλλη Αλεξίου, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νίκο Καζαντζάκη. Σύμφωνα με την Σκοτεινιώτη «η λογοτεχνική του παραγωγή» μπορεί εδώ να παραλληλιστεί με τη ζωγραφική του δημιουργία .Τόσο ως αγιογράφος, όσο και ως λογοτέχνης, ο Κόντογλου είναι ιστορητής, αναφέρει δε διεξοδικά τις πηγές έμπνευσης του αλλά και τα κειμενικά του έργα, εξέχουσα θέση στα οποία κατέχει η πατρίδα του το Αϊβαλί. Γίνεται επίσης αναφορά και στα περιοδικά Φιλική Εταιρία (1925) και ιδιαίτερα στο Κιβωτός(1952-1955) που εξέδιδε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Βασίλειο Μουστάκη.

Ο Χρήστος Μαργαρίτης αναφέρεται στο κείμενο του Άγγελου Σικελιανού, το αφιερωμένο στον Κόντογλου και στο βιβλίο του “Πέδρο Καζάς”.Η δημοσίευση έγινε στην εφημερίδα «Ελευθερία» τον Ιούλιο του 1951 λίγο μετά την εκδημία του Σικελιανού. Όλα δείχνουν, λέει ο Σικελιανός, ότι ο Κόντογλου πατάει «στο μονοπάτι της τραχιάς Αναγωγής» και «πως ανεβαίνοντας ως ανεβαίνει, θα κερδίσει –έχει κερδίσει κιόλας , λέμε εμείς – όχι το συνηθισμένο το στεφάνι κάποιας «δόξας» , μα το μυστικό στεφάνι της Αγάπης, που το παίρνει μόνο ένας γνήσιος στην Αγάπη νικητής».

Η Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη αναφέρεται στη περίοδο μεσοπολέμου στην Ελλάδα, όπου ωριμάζει καλλιτεχνικά ο πρόσφυγας Κόντογλου, και τη χαρακτηρίζει ως «αισιόδοξη, ειρηνική και μοντερνιστική». Αναφέρεται στο σπίτι του Κόντογλου στο Γαλάτσι το οποίο σχεδίασε ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας Κίμωνας Θ.Λάσκαρις, επηρεασμένο τόσο από τα αρχοντικά της Βόρειας Ελλάδος, όσο και του Αϊβαλιού. Περιγράφεται η εικονογράφηση της οικίας: «Ένα αρχοντικό της Μακεδονίας ή ένας πρόναος Εκκλησίας».

Οι τοιχογραφίες από το σπίτι του Κόντογλου εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη, μάρτυρες της περιπέτειας απώλειας της οικίας του κατά τη περίοδο της Κατοχής για ένα σακί αλεύρι. Ο Δημήτρης Παυλόπουλος παρουσιάζει και σχολιάζει, με βάση δυσεύρετο αρχειακό υλικό, τρία έργα μνημειακής ζωγραφικής που ολοκλήρωσε ο Φώτης Κόντογλου κατά τη δεκαετία του 1930. Πρόκειται για την τοιχογραφία που είχε ο ίδιος φιλοτεχνήσει το 1932 στην κατοικία του στη συνοικία Κυπριάδου με πρόσωπα της οικογένειάς του και της μυθολογίας του, για τις τοιχογραφίες με μορφές αγίων το 1934-35 στο παρεκκλήσιο της Αγίας Λουκίας που ανήκει στην οικογένεια Ζαΐμη και βρίσκεται στο Ρίο των Πατρών και για τις τοιχογραφίες του το 1937-39 στο Δημαρχείο Αθηνών, τη διαδρομή που εκείνος προτείνει στην ελληνική μυθολογία και ιστορία.

Ο Σπύρος Μοσχονάς χαρακτηρίζει τον Φώτη Κόντογλου ως «μοντερνιστή», που μαζί με τον Αγήνορα Αστεριάδη πρωτοστάτησαν στην αναβίωση της βυζαντινής τέχνης. Αναπτύσσει τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν τον καλλιτέχνη να λειτουργήσει ως manager ανάληψης εκκλησιαστικών έργων στην περίοδο μετά την κατοχή με αποτέλεσμα να ιστορήσει πλήθος εκκλησιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ,δημιουργώντας μια ιδιότυπη «σχολή Κόντογλου». Ως δάσκαλος θεωρούσε απαραίτητη την ενδελεχή μελέτη των βυζαντινών μνημείων «λογίζοντας την αντιγραφή ως απαραίτητη διαδικασία για την κατανόηση της παράδοσης και για ωρίμανση καλλιτεχνική ,η οποία στο τέλος της διαδρομής θα έδινε πρωτότυπα έργα». Γίνεται φανερό πως ο ζωγράφος απο το Αϊβαλί είχε δομήσει το εργαστήριό του στη λογική μιας αναγεννησιακής bottega, δηλαδή μιας επιχείρησης.

Ο Μιχαήλ Αγγελάκης επισημαίνει τον υπερβατικό και υπερρεαλιστικό τρόπο έκφρασης που ακολούθησε ο Φώτης Κόντογλου,με στόχο να υπηρετήσει το «λειτουργικό» σκοπό των εικόνων «Σκοπός της εικόνας δεν είναι να ενώσει την αγωνιζόμενη Εκκλησία με τη Θριαμβεύουσα …»

Η Ανδρομάχη Κατσελάκη σημειώνει ότι «ο Φώτης Κόντογλου είναι αυτός που συνειδητά θέτει το θέμα της «διερμηνείας» της βυζαντινής τέχνης ….έχει συνείδηση ότι δεν είναι μόνο ένα τεχνοτροπικό ιδίωμα ή μια εικαστική απόδοση της Σάρωσης του Λόγου, της ασυγχήτου δηλαδή ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού». Στο έργο του Έκφρασις συγγράφει και αναπτύσσει την κωδικοποίηση των κανόνων που διέπουν την ορθόδοξη ζωγραφική εικονογραφία».

Ο Χρήστος Μαργαρίτης αναφέρεται στο Αρχείο Νεοελληνικής Θρησκευτικής Τέχνης (ΑΝΘΤ) της Συλλογής Βιβλιοθήκης Βελιμέζη και στα έργα του Κόντογλου που περιλαμβάνονται σε αυτό και στην έκδοση Έκφρασις, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1960 και εκδόθηκε ξανά αναθεωρημένη το 1979 από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ» σε επιμέλεια Πέτρου Βαμπούλη.

Η Νανώ Χατζηδάκη παρουσιάζει στο κείμενό της «Φώτης Κόντογλου: ο τελευταίος αντικλασσικός» επιλεγμένα αποσπάσματα από το ομότιτλο κείμενο του Μανόλη Χατζηδάκη, που είχε δημοσιευθεί στον τόμο Μνήμη Κόντογλου (επιμέλεια Κώστα Ε. Τσιρόπουλου το 1975).Στο κείμενο του ο Μανόλης Χατζηδάκης αναφέρεται στο έργο του Φώτη Κόντογλου, στην «ακατανόητη προτίμηση προς τις στενές αφύσικες φιγούρες …τα άσχημα πρόσωπα ,…όχι δυσάρεστα, εντελώς διαφορετικά», στην ανάγκη πιο «ενήμερης διανόησης» για την επιστροφή της εθνικής μας ιδιοσυστασίας σε μια χώρα ρημαγμένη και ταπεινωμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εντάσσει το έργο του στην ίδια ιστορική ανάγκη που ιδρύει το Μουσείο Μπενάκη, οργανώνει τις Δελφικές εορτές, αναδεικνύει τις μελέτες της Αγγελικής Χατζημιχάλη και του Γ. Μέγα, επεκτείνει το Βυζαντινό Μουσείο κλπ. Θεωρεί ότι οι επιρροές του ως αγιογράφου προέρχονται κυρίως από την νεότερη βυζαντινή περίοδο, όπως τη γνώρισε στις μονές του Αγίου Όρους και στα Μετέωρα.

Το δεύτερο μέρος της έκδοσης είναι αφιερωμένο στη μελέτη, από το Χρήστο Μαργαρίτη και την ομάδα του, αρχείων με χειρόγραφα και σχέδια. Ξεχωρίζουν η Βιβλιοθήκη Κορνήλιου και Κωσταντίνου Διαμαντούρου, το Αρχείο Γιάννη Κοντογιάννη (S.P. Condon),το Αρχείο Μαρίας Ε. Παπαδημητρίου ,το Α.Ν.Θ.Τ., το Αρχείο Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και το Αρχείο-ατελιέ των  Πέτρου και Ιωάννη Βαμπούλη.

Η Ολυμπία Παππά αναφέρεται στο Αρχείο Γιάννη Κοντογιάννη με επιστολές και κείμενα του Φώτη Κόντογλου (1946-1965) προς τον οικογενειακό φίλο Γιάννη Κοντογιάννη και την οικογένειά του, που ζούσαν στην Αμερική.

Η Παναγιώτα Κατωπόδη αναφέρεται στο ερμηνευτικό κομμάτι της δουλειάς του Κόντογλου, κυρίως για τους Ασκητικούς Λόγους του Ισαάκ του Σύρου, όπου αναπτύσσονται προτροπές και συμβουλές απευθυνόμενες σε ασκητές που ακολουθούν τον κοινοβιακό βίο. Κύριος στόχος του Κόντογλου ήταν τα πατερικά κείμενα, σε γλώσσα κατανοητή για τον αναγνώστη, «να γίνουν  προσιτά στους ανθρώπους της μεταπολεμικής Ελλάδος και να δώσουν κουράγιο σε όσους κατατρύχονται από τα προβλήματα και τις δυσκολίες της ζωής».

Ο Δημήτρης Παυλόπουλος, σε δεύτερο κείμενό του, παρουσιάζει την ιστορία ενός άγνωστου τετραδίου σχεδίων του καλλιτέχνη, το οποίο προέρχεται από τη συλλογή Γιώργου Δ.Καρανικόλα, φιλοτεχνημένο την περίοδο 1916-1917.

Η  Μαρία Ε. Παπαδημητρίου παρουσιάζει το πάθος του Φώτη Κόντογλου για τη θάλασσα μέσα από άγνωστα σε εμάς ποιητικά και πεζά κείμενά του. «Μια πατρογονική καταβολή, που μόνο με λέξεις, με αστείρευτες περιγραφές μπορεί να εκφορτιστεί» και που ασφαλώς αποτέλεσε το βασικό μοτίβο της μυθιστορηματικής περιγραφής του, που έμελλε να γράψει τη δική της διακριτή ιστορία.

Ο Μιχαήλ Ασφενταγάκης αναφέρει ως ιδιαίτερη ενότητα του έργου του Κόντογλου τα ιστορημένα από τον καλλιτέχνη ιδιωτικά παρεκκλήσια, τα οποία και εντάσσει σε εκπονούμενη μελέτη του. Εκκινεί από εκείνα τα οποία έχει δημοσιεύσει ο Νίκος Ζίας το 1991 και προχωρεί περαιτέρω.

Η Σωτηρία Κοσμά αναπτύσσει τις εικονογραφικές προσεγγίσεις του καλλιτέχνη για τον «άγιο της Λογοτεχνίας» Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη,με τον οποίο «μοιράζεται τις ίδιες αξίες για την Ορθοδοξία,την εκκλησιαστική εμπειρία και έκφραση».

Οι Χρήστος Μαργαρίτης και  Αλέξανδρος Μακρής παρουσιάζουν το Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης (Α.Ν.Θ.Τ.) και τις δράσεις του, που αναφέρονται στον Φώτη Κόντογλου: «Είναι η συνέχεια της Συλλογής Εικόνων Βελιμέζη και της Συλλογής Ανθιβόλων Μακρή –Μαργαρίτη, καθώς και  Συλλογών σχεδίων, χαρακτικών και εικόνων με υλικό του 19ου και 20ού αιώνα. Το Α.Ν.Θ.Τ. περιλαμβάνει σχέδια εργασίας, ανθίβολα, μακέτες για ιστορήσεις ναών, καθώς και έργα σημαντικών Ελλήνων αγιογράφων και επώνυμων δημιουργών κυρίως των δύο τελευταίων αιώνων.

Στο τρίτο μέρος τη έκδοσης καταγράφονται είκοσι πρωτότυπα λήμματα για είκοσι φορητά έργα του Φώτη Κόντογλου, που ανήκουν σε Πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές, για τα οποία δεν είχε γίνει ποτέ μία μελέτη τους και, για ορισμένα από τα οποία, μόνον φωτογραφίες τους υπήρχαν ή και μόνον μία λεζάντα τους. Τα κείμενα-λήμματα υπογράφουν οι Μιχαήλ Ασφενταγάκης, Ανδρομάχη Κατσελάκη, Μαρία Νάνου και Γιώργος Μυλωνάς.

Το τελευταίο μέρος της έκδοσης «Φως εκ φωτός» αφιερώνεται σε σύγχρονους δημιουργούς και σε έργα τους, που εμπνεύστηκαν από δημιουργίες του Φώτη Κόντογλου: Στέφανος Δασκαλάκης ,Μάρκος Καμπάνης, Νεκτάριος Μαμάης, Τάσος Μαντζαβίνος, Νίκος Μόσχος, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Νικόλαος Α. Χούτος.

Απο βιβλία του Φώτη Κόντογλου, δημοσιεύσεις και εκδόσεις γενικότερα του Κόντογλου ή για τον Κόντογλου, έχει γίνει μια επιλογή αποσπασμάτων φ ρ ά σ ε ω ν  δικών του, τις οποίες καταγράψαμε στις πρώτες σελίδες των κειμένων, με την έγκριση πάντα των συγγραφέων τους.

Επίσης, παρουσιάζονται σχέδια του Κόντογλου, δημοσιευμένα σε εκδόσεις του, όπως στην ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έκδοσή της), την ΚΙΒΩΤΟ και διάφορα βιβλία του, τα οποία κοσμούν σελίδες της έκδοσης και ειδικότερα τις σελίδες με τις περιλήψεις των κειμένων στην Αγγλική.

Η έκδοση είναι εξαιρετικά επιμελημένη, σφιχτή σε νοήματα, ολιστική στις προσεγγίσεις μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας, όπως αυτής του μεγάλου Αϊβαλιώτη δημιουργού. Αναφέρονται επιρροές και τροπισμοί στον υλικό και πνευματικό περίγυρό του, από τον «χτιστό και άχτιστο» κόσμο του. Αν και ο  ίδιος ο καλλιτέχνης ήταν αρνητικός σε κάθε επιρροή μακριά από την ελληνικότητα ως συνέχεια του Βυζαντινού κόσμου, πώς μπορούμε να μην διακρίνουμε στο έργο του σύγχρονες και επίκαιρες θέσεις και καταφάσεις, όπως αυτές της συμπερίληψης, της ισότητας ,της καταφυγής, όταν λόγου χάρη ζωγραφίζει «τις πέντε φυλές της γης» κατά τον Δημήτρη Παυλόπουλο, και μάλιστα σε μια «υπερρεαλιστική προσέγγιση της φόρμας», η οποία ήταν άλλωστε πάντα το ζητούμενο στη Βυζαντινή τέχνη, όπως σχολιάζει η Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη στο κείμενό της.

Share This Story, Choose Your Platform!