Το Υπουργείο Πολιτισμού προχωρεί συστηματικά τις διαδικασίες αποκατάστασης της Οικίας Παλαμά -ιστορικού διατηρητέου μνημείου ιδιοκτησίας του- στην οδό Περίανδρου 5, στην Πλάκα, σε συνέχεια της θετικής γνωμοδότησης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων επί της μελέτης αποκατάστασης του κτηρίου και της μελέτης συντήρησης του εσωτερικού διακόσμου.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: «Η ιστορική Οικία Παλαμά, αποτελεί την τελευταία οικία του ποιητή, στην οποία έζησε με την οικογένειά του, μέχρι τον θάνατό του το 1943. Το κτήριο, αποτελεί ισχυρό σημείο αναφοράς για την ιστορία της Αθήνας, αλλά και τη σύγχρονη ιστορία μας γενικότερα, καθώς στις 28 Φεβρουαρίου 1943 η εξόδιος ακολουθία του ποιητή Κωστή Παλαμά συνδέθηκε με την μεγαλύτερη αντιστασιακή διαδήλωση στην Αθήνα ενάντια στην γερμανική κατοχή, τονώνοντας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων. Έπειτα από δεκαετίες εγκατάλειψης, σε συνέχεια της απόκτησης της ιδιοκτησίας του από το Υπουργείο Πολιτισμού, το 2023 ,η αποκατάσταση του κτηρίου έχει ως στόχο την ανάδειξη του μνημείου και την ένταξη στη ζωή της πόλης ως χώρος μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και διάδοσης του έργου του μεγάλου Έλληνα ποιητή. Η οικία Παλαμά εντάσσεται στο πλαίσιο της στρατηγικής μας για την ανάδειξη ιδιόκτητων κτηρίων του, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον, με σκοπό να αποτελέσουν νέους πυρήνες πολιτισμού στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας».
Το μνημείο είναι ένα διώροφο, επίμηκες κτήριο με νεοκλασικίζοντα στοιχεία, κυρίως στον όροφο. Η εγχάρακτη λιθοδομή, καθώς και τα υπολείμματα των παραστάδων στον όροφο μαρτυρούν την επιβλητικότητα, που κάποτε παρουσίαζε το κτήριο. Η όψη του έχει υποστεί αλλοιώσεις κυρίως στο τμήμα του ισογείου από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Το κτήριο αποτέλεσε ένα διώροφο συγκρότημα κατοικιών, χωρίς υπόγειο με κοινόχρηστη είσοδο και αυλή που παραπέμπει στην τυπολογία της λαϊκής αθηναϊκής οικίας. Κάποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις είναι εμφανείς στις λιθοδομές καθώς και στην κύρια όψη. Η ιστορία του κτηρίου ξεκινά τα μέσα του 19ου αιώνα. Στο αρχικό αυτό κτήριο έγιναν ριζικές αλλαγές και προσθήκες στις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο διακριτά στάδια. Τη δεκαετία του ‘30 έλαβαν χώρα νέες προσθήκες, εξωραϊσμοί και διαμερισματοποίηση του ορόφου, ενώ επεμβάσεις έγιναν και τη δεκαετία του ‘50.
Σύμφωνα με τη μελέτη αποκατάστασης προβλέπονται μια σειρά από μέτρα τα οποία στοχεύουν στην εξασφάλιση της υλικής υπόστασης του κτηρίου, στην εισαγωγή νέων χρήσεων και λειτουργιών με τρόπο αρμονικό προς τη μορφή του μνημείου και κατάλληλων, ώστε να αναδεικνύουν την σημασία του ως ένα εξέχον τοπόσημο για την ιστορία της πόλης και της Ελλάδας γενικότερα.
Leave A Comment