Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι δίχως αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές του νεοελληνικού θεάτρου. Γεννημένος στην Καισαριανή το 1938, ερωτεύτηκε σε νεαρή ηλικία εξίσου την τέχνη του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου.

Βραβευμένος με το Βραβείο Κουν και πλήθος διακρίσεων για την προσφορά του στις τέχνες και τον πολιτισμό, ο πρωταγωνιστής που όλοι απόλαυσαν σε έργα συγγραφέων από τον Αύγουστο Στρίντμπεργκ μέχρι το Μποστ και τη «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, μάς υποδέχθηκε με την ευγένεια που χαρακτηρίζει όλη την πορεία του στο θέατρο που τα τελευταία 55 χρόνια αποτελεί το σπίτι του.

Πρόκειται για το Θέατρο Στοά, που διευθύνει ο ίδιος, και που φέτος παίζει και σκηνοθετεί δύο έργα διαφορετικά ως προς το είδος αλλά με κοινό παρονομαστή το ήθος, και την εργατικότητα που τον διακρίνουν. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου μιλάει στο Days of Art in Greece για τις καλλιτεχνικές του αξίες, και φυσικά τον «Πατέρα μου» του Φλοριάν Ζελέρ και το «Επάγγελμα της μητρός μου» (βασισμένο σε μία ιστορία του Μποστ) που ανεβάζει φέτος, στην πεντηκοστή πέμπτη περίοδο που το Θέατρο Στοά ανοίγει τα φώτα της σκηνής του.

Days of Art in Greece: Στο motto του Θεάτρου Στοά κάνετε λόγο για την «απάτη του πολιτισμού». Ποια είναι αυτή ακριβώς η απάτη, κατά τη γνώμη σας;

Θανάσης Παπαγεωργίου: Θα έχεις προσέξει ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι από αφίσες με θεάματα. Συναυλίες, θεατρικά γεγονότα, ορχήστρες. Βλέποντας τα όλα αυτά κανείς ξένος, θα πει: «εδώ παράγεται πολιτισμός!» Αυτό είναι απάτη. Πρόκειται για μια καλοστημένη βιομηχανία του θεάματος , η οποία βγάζει πολύ χρήμα-έχουν ανακατευτεί μέσα και κάποια οικονομικώς ισχυρά πρόσωπα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο- αλλά δεν ξέρω πόσο φιλότεχνα μπορεί να είναι αυτά τα πρόσωπα.

Πρόκειται για κάτι fake, διότι βλέπουμε ότι δεν παράγουν τέχνη παρά θέαμα- που είναι ο χειρότερος εχθρός της τέχνης.

Και σε αυτή τη διαδικασία μπαίνουν επίσης πολλοί νέοι και ταλαντούχοι άνθρωποι που είτε για την προβολή τους είτε για οικονομικούς λόγους έχουν ενδώσει στα διάφορα ιδρύματα που παριστάνουν ότι υπηρετούν την τέχνη, όπως άλλωστε και το ΥΠΠΟ. Αλλά ανάθεμά με αν γνωρίζουν τι ανάγκες έχει η τέχνη και πού, ή με ποιον τρόπο απευθύνεται η τέχνη.

D.A.: Τη δεκαετία του 1970 επιχειρήσατε να σπουδάσετε κινηματογράφο στην Ιταλία. Ποια είναι η επίγευση εκείνης της εποχής; Υπάρχουν κινηματογραφικά έργα που σας ενέπνευσαν τα τελευταία χρόνια;

Θ.Π.: Εκείνη την εποχή- ελλείψει της τηλεόρασης- ο κινηματογράφος ήταν η μοναδική μας διασκέδαση. Είδαμε τόσο πολύ κινηματογράφο τότε, που πλέον δεν μπορώ να δω άλλον. Και να εξηγήσω: όχι γιατί δεν είναι ωραίες οι ταινίες πλέον, αλλά έμαθα τόσο καλά τη «συνταγή» πια που ξέρω τι θα γίνει στο επόμενο πλάνο. Το να βλέπουμε όλους αυτούς τους μεγάλους ηθοποιούς στην οθόνη, ήταν μέρος της διδασκαλίας μας. Κι έπειτα με τις ώρες στην ταβέρνα-τη δεύτερη διασκέδασή μας- να μιλάμε για εκείνες τις ταινίες που είχαμε μόλις δει.  Κατόπιν περάσαμε στα βιβλία, στο Θέατρο του Κουν κι αρχίσαμε να ξυπνάμε και να βλέπουμε τα πράγματα περισσότερο ποιοτικά. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ταινίες που με έχουν συγκλονίσει, ναι! Όταν άνοιξε πια η αγορά του ιρανικού, του ρουμάνικου και του τούρκικου ποιοτικού κινηματογράφου, δεν μπορείς να μην προσκυνήσεις ταινίες όπως το 4 μήνες, 3 εβδομάδες & 2 μέρες του Κριστιάν Μουνγκίου,  να μην δεις ότι από πίσω σπαρταράει μια φλέβα, που καίγεται κι εκείνη από το ίδιο της το αίμα.

Από τις παραστάσεις του Θεάτρου Στοά

D.A.: Έχετε δουλέψει με την κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη στα μεγάλα σατιρικά έργα του Μποστ. Γιατί η σημερινή εποχή μοιάζει διστακτική απέναντι στην κωμωδία;

Θ.Π.: Υπάρχουν κωμωδίες, αλλά είναι πολύ κακές κωμωδίες, ιδίως οι τηλεοπτικές από αυτά που ακούω. Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο. Είναι μια «ευκολία» που απευθύνεται απέναντι σε ένα κοινό που πάει στο θέατρο για να χασκογελάσει και να «ξεσκάσει» με το επιφανειακό γέλιο, και όχι με το γέλιο της κριτικής. Δυστυχώς η εποχή που διανύουμε δεν προσφέρεται για συμπεράσματα- δεν θα αφήσει κανένα αποτύπωμα στην ιστορία της τέχνης. Θα περάσει σαν μια μεγάλη παρένθεση όπου δεν γινόταν τίποτα.

D.A.: Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σας στη Μυρτώ Λοβέρδου αναφέρατε ότι πιστεύετε στη φύση. Εξηγήστε μας λίγο πώς προσεγγίσατε τον «Πατέρα» του Φλοριάν Ζελέρ. Μέσα από την ιστορία του, μήπως νιώθουμε την καταλυτική δύναμη του χρόνου και της φύσης επάνω στο άτομο;

 

Θ.Π.: Η φύση είναι η μήτρα μας. Δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε τη φύση!

Με τις τρέχουσες αξίες είμαι «άθεος», αλλά πιστεύω στην παντοδύναμη φύση. Είναι θεός αυτή, και όχι κάποιος άλλος που έχει όνομα, και σφραγίδα, και σύμβολα. Το έργο τελειώνει με τον πατέρα να λέει ότι νιώθει πως «πέφτουν τα φύλλα» του. Νιώθει σαν ένα δέντρο που «μαδάει». Τι ωραίο εύρημα του συγγραφέα! Γιατί έτσι γινόμαστε όταν καταρρέουμε σιγά-σιγά στη ζωή. Νιώθουμε ότι μας πέφτουν τα μαλλιά μας,  τα δάχτυλα, τα γόνατά μας… Και το κοινό ανταποκρίνεται γιατί το δράμα είναι κάθαρση-όπως και η τραγωδία είναι κάθαρση.

D.A.: Πώς αισθάνεστε την ανταπόκριση του κοινού στο «Επάγγελμα της μητρός μου»;

Θ.Π.:  Γελάει πάρα πολύ ο κόσμος, και ας είναι πικρό το έργο. Τόσο πικρό που όταν το πρότεινα στη Λήδα, μου είπε: «εγώ δεν το παίζω αυτό». Είναι μαχαιριές αυτό το έργο. Και το θέατρο γεμίζει, όχι μονάχα γιατί το έργο έχει γέλιο αλλά γιατί έχει ένα μήνυμα το γέλιο αυτό. Σημείωσε ότι οι μεγαλύτεροι δραματικοί ηθοποιοί είναι οι κωμικοί ηθοποιοί. Ο Τσάπλιν ήταν πολύ δραματικός ηθοποιός- γελάς με το κάμωμα της φιγούρας και με την ίντριγκα των θεμάτων, αλλά ο ίδιος ήταν πολύ δραματικός στον πυρήνα του. Ο Μπάστερ Κίτον, το ίδιο. Ακόμα και ο Ρομπέρτο Μπενίνι είναι τρομακτικός. Οι δραματικές του στιγμές στο La Vita è bella ήταν συγκλονιστικές. Δεν είναι τυχαίο που χρειάζεται να παίζεις καλά το δράμα για να γίνεις κωμικός ηθοποιός. Γιατί τι είναι η κωμωδία; Ένας αυτοσαρκασμός! Και ένας πόνος γι’ αυτό το στραβό που υπάρχει γύρω μας. Εσύ ως θεατής γελάς, αλλά από μέσα σου σφίγγεσαι.

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου ερμηνεύει φέτος στο Θέατρο Στοά τον “Πατέρα” του Φλοριάν Ζελέρ

D.A.: Ποιοι είναι οι άξονες που οφείλει κανείς να έχει στο μυαλό του, όταν προβαίνει σε διασκευές έργων μεγάλων συγγραφέων;

Θ.Π.: Βασικά πρέπει να καταλάβεις το πνεύμα του συγγραφέα. Για να μην γίνεις «μεταφραστής-δολοφόνος». Είναι πάρα πολύ ιερή, η μετάφραση μιας φράσης που δεν μπορεί να αποδοθεί στη γλώσσα σου. Είναι και ο λόγος που είμαι κάθετα αντίθετος στους ξένους σκηνοθέτες που έρχονται στη χώρα μας. Δεν υπάρχει περίπτωση ένας ξένος σκηνοθέτης να κάνει ουσιαστική δουλειά με αλλοδαπούς ηθοποιούς. Εάν δεν ξέρεις την γλώσσα, εάν δεν ξέρεις τον ρυθμό της, την αρμονία της, τους τονισμούς της, δεν μπορείς να διδάξεις τους άλλους. Ως προς τις διασκευές, για να επιτύχουν, θα πρέπει να είσαι πολύ λίγο εγωιστής, σχεδόν καθόλου. Να πεις: «θα υπηρετήσω τον συγγραφέα και όχι τον εαυτό μου.» Συγκεκριμένα, με το Μποστ, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά το πνεύμα και το χιούμορ του. Είναι πάρα πολύ ιδιόμορφο. Αλλά ευτυχώ να λέω ότι μάλλον είναι κοντά το δικό μου χιούμορ με το δικό του. Γι’ αυτό και με το «Επάγγελμα της μητρός μου», ενώ είναι ένα έργο γραμμένο ουσιαστικά από εμένα, όταν έρχονται και μου λένε «μα, τι έχει γράψει αυτός ο Μποστ!» νιώθω ότι πέτυχα.

D.A.: Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα το νεοελληνικό έργο;

Θ.Π.: Καλά είναι, νομίζω ότι είναι καλά- μέσα στα πλαίσια βέβαια της παλιο-εποχής που ζούμε. Ακούω-διότι δυστυχώς δεν έχω χρόνο να δω θέατρο- ότι γράφονται ενδιαφέροντα θέματα, το πόσο καλοστημένα είναι τα έργα είναι ένα άλλο ζήτημα. Στη δική μας εποχή, όταν ανεβάζαμε Διαλεγμένο και Ποντίκα, η καλή δουλειά σε συνδυασμό με τη σοβαρή αγωνία του συγγραφέα έβγαλε ένα αποτέλεσμα. Αυτό δεν ξέρω αυτή τη στιγμή πώς συμβαίνει. Αλλά επαναλαμβάνω-όσο θα ισχύει αυτό-ότι η εποχή δεν προσφέρεται για συμπεράσματα, είναι ένας βυθός. Έχουμε πιάσει πάτο, πασχίζουμε να αναπνεύσουμε και να δούμε τι μπορεί να γίνει από εκεί και πέρα.

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου ερμήνευσε με σαρωτική επιτυχία τον Μάρκο Βαμβακάρη στο έργο “Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης”.

D.A.: Το όνομά σας συνδέεται με τις αρετές της συνέπειας και της εργατικότητας. Πιστεύετε ότι αυτές οι ποιότητες κατακτιούνται ή είναι έμφυτες;

Θ.Π.: Έμφυτο είναι ένα στοιχείο, εκείνο το μικροβιάκι που έχεις μέσα σου για την τέχνη-όπως έχουμε και χιλιάδες άλλα. Θέλει καλλιέργεια όμως! Τι είναι η καλλιέργεια; Το διάβασμα, η μελέτη…Είσαι καλλιτέχνης; Βλέπε ταινίες και θέατρο. Είσαι αρχιτέκτονας; Βγες και κοίταξε τα κτίρια. Τίποτα δεν μπορεί να προέλθει μόνο από το ένστικτο. Ως προς τους ηθοποιούς, αν μαθητεύσεις σε μια σωστή σχολή και καταλάβεις πραγματικά ποια πρέπει να είναι η σχέση σου με τον συγγραφέα, με το διασκευαστή, τον ενδυματολόγο, με τον συνάδερφο και με το σκηνοθέτη, τότε μπορείς να κάνεις αριστουργήματα. Εμείς, στο Θέατρο Στοά, ακολουθούμε και άλλο ένα δόγμα που μας έχει δοξάσει: κάνουμε απλά πράγματα. Γιατί η απλότητα είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Αν ζητήσεις από έναν ηθοποιό να παίξει όπως ένα παιδί της πέμπτης δημοτικού που μόλις του δώσανε ένα ποιηματάκι στο χέρι, είναι αδύνατο να το κάνει. Γιατί; Γιατί δεν έχει την αθωότητά του και την ευγενική του άγνοια. Παλεύω πολύ για να το κατακτήσω αυτό και σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης και σαν ομάδα εδώ μέσα.

Προσπαθώ να πείσω τους ηθοποιούς να μην κάνουν τίποτα. «Πες απ’ την ψυχή σου μέσα αυτό που έχεις να πεις». Όσο λιγότερα κάνεις, τόσο πιο καλά είναι. Αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο. Η άλλη μου άποψη είναι ότι ο θεατής δεν πρέπει να καταλαβαίνει ότι είσαι ηθοποιός που «παίζει» κάτι. Γιατί τότε παρακολουθεί την προσπάθειά σου και όχι το νόημά σου. Πρέπει να περάσεις από την σκηνή «ανύπαρκτος».

Share This Story, Choose Your Platform!