Λίγο  – πολύ, μέσα από τις σχολικές γιορτές και τα επετειακά αφιερώματα, είναι γνωστός ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι Έλληνες κατατάχθηκαν στο στρατό με το ξέσπασμα του ελληνοιταλικού πολέμου, οι επιτυχίες του στρατού και η προέλαση στο μέτωπο. Ωστόσο, η απόσταση από τα  γεγονότα, η μελέτη της ιστορίας μέσα από τα βιβλία και η αναπαραγωγή του δημόσιας ιστορίας μέσα από τις επίσημες ομιλίες των επετείων, αφήνει «εκτός κάδρου» τους πολίτες που συνέχισαν να ζουν στις πόλεις και τα χωριά.

Οι σελίδες του καθημερινού τύπου αποκαλύπτουν πως άλλαξε η ζωή των ανθρώπων με το ξέσπασμα του πολέμου.  Εστιάζοντας στην πρώτη εβδομάδα του πολέμου μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ αναδεικνύεται η  προσαρμογή της καθημερινότητας των κατοίκων της πρωτεύουσας στη νέα πραγματικότητα. Ο φόβος, η αγωνία, ο ενθουσιασμός που κατέλαβε του Αθηναίους από την 28η Οκτωβρίου 1940 βρίσκεται στις σελίδες της εφημερίδας, στα πρωτοσέλιδα με τους μεγάλους τίτλους αλλά και στα μικρά άρθρα των πίσω σελίδων, στις αγγελίες και στις διαφημίσεις.

Οι Έλληνες ασφαλώς περίμεναν τον πόλεμο. Οι ιταλικές προετοιμασίες στην Αλβανία ήταν φανερές ενώ η βύθιση του αντιτορπιλικού Έλλη δεν άφηνε περιθώριο για εφησυχασμό. Το ΓΕΣ είχε ήδη ξεκινήσει τις απαραίτητες προετοιμασίες για την αντιμετώπιση ιταλικής επίθεσης, αλλά η επίσημη θέση του κράτους παρέμενε η τήρηση ουδετερότητας. Και αυτή φαίνεται να είναι και η γραμμή που ακολουθούσε και ο τύπος. Ασφαλώς, οι εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα στην Ευρώπη και την Ασία καλύπτονταν με λεπτομέρειες. Όμως η εφημερίδα αρκείται στην καταγραφή των συγκρούσεων χωρίς να δείχνει εύνοια προς τη μια πλευρά.

Παρά τις δραματικές διεθνείς εξελίξεις, στην Αθήνα, λίγες μόνο ημέρες πριν τον πόλεμο, συνεχίζονταν δραστηριότητες που μάλλον φαίνονται παράταιρες του κλίματος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως η «Επιτυχής επίδειξις Ελληνικής μόδας» στις 18 Οκτωβρίου.  Μάλιστα στην εκδήλωση αφιέρωσε σελίδες και η διεθνούς κύρους «Βογκ» όπως ενημερώνει τους αναγνώστες η εφημερίδα.

Ακόμα και μια ημέρα πριν την κήρυξη του πολέμου τίποτα δεν προδίδει ανησυχία για συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο. Αυτό όμως θα αλλάξει με το τελεσίγραφο του Εμμανουέλε Γκράτσι. Όπως είναι γνωστό, ο ιταλός πρέσβης, επέδωσε το  τελεσίγραφο στον Μεταξά στις 3:30 και ως ώρα εισβολής είχε οριστεί στις 6:00. Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ κυκλοφόρησε στις 28 Οκτωβρίου δύο φύλλα, το πρώτο  προφανώς είχε τυπωθεί ήδη από την προηγουμένη. Σε αυτό τονίζεται στο πρωτοσέλιδο η «Διάθεσις της Ελλάδος» να παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο και διαψεύδεται πληροφορία για επεισόδιο στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όμως με έκτακτη έκδοση η εφημερίδα ενημερώνει για την κήρυξη του πολέμου: «Η Ιταλία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος…».

Τις επόμενες ημέρες, προφανώς οι εξελίξεις στο μέτωπο, η επιστράτευση,  η άμυνα του ελληνικού στρατού και η αντεπίθεση καταλάμβαναν τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας. Δίπλα, άρθρα που ενημερώνουν για τη διεθνή συμπαράσταση στην Ελλάδα και τη στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα, κυρίως από την Αγγλία.

Όμως κάνουν την εμφάνιση τους και χρηστικές οδηγίες για την αντιμετώπιση πιθανών βομβαρδισμών, για τους συναγερμούς, για τη διαβίωση στα καταφύγια. Ορίζεται το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων ενώ γίνονται συστάσεις για την αποφυγή χρήσης ηλεκτρικού φωτισμού, αφενός για λόγους οικονομίας και αφετέρου για αντιαεροπορική προστασία.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, με νόμο ήταν υποχρεωτικό οι νέες κατασκευές να διαθέτουν καταφύγια με συγκεκριμένες αυστηρές προδιαγραφές. Ο ισπανικός εμφύλιος και η εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας, είχαν κάνει φανερό ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί θα ήταν η κυριότερη απειλή για του αμάχους σε επερχόμενο πόλεμο. Έτσι, στην Αθήνα υπήρχαν ειδή εκατοντάδες καταφύγια σε επιχειρήσεις, δημόσιους χώρους και ιδιωτικές κατοικίες. Οι αρχές προέτρεπαν τους κατοίκους να καταφύγουν σε αυτά σε περίπτωση συναγερμού ή έστω σε κοντινά υπόγεια ενώ υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες εταιρειών που διέθεταν καταφύγια να αφήνουν ελεύθερα την πρόσβαση σε αυτά όλη την ημέρα.

Παρόλα αυτά δεν ήταν λίγοι οι Αθηναίοι που στο άκουσμα της σειρήνας, όχι μόνο δεν έτρεχαν στο κοντινό καταφύγιο, αλλά στέκονταν στον ανοιχτό χώρο, ακόμα και σε παράθυρα, ταράτσες και αυλές αναζητώντας στον ορίζοντα τα αεροπλάνα. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κατοίκων συγκεντρώνονταν στα καταφύγια. Στις λίγες ώρες που πρέπει να παρέμεναν σε αυτά, συζητώντας με τους γύρω τους, ακόμα και αν τούς ήταν άγνωστοι, τα παιδιά έπαιζαν με παιχνίδια που έφερναν μαζί τους, όσοι έιχαν τη δυνατότητα κερνούσαν τους γύρω και με υπομονή περίμεναν να περάσει ο κίνδυνος. Ως προς τη συμπεριφορά των Αθηναίων στα καταφύγια, ο συντάκτης τονίζει την ευγένεια με την οποία συμπεριφέρονται όλοι ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο κάποιοι να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να καθοδηγούν τους υπολοίπους.

Ενδεικτική της νέας πραγματικότητας είναι η «πρακτική υπόδειξις» ενός αναγνώστη, εργολάβου δημοσίων έργων, που δημοσιεύει η εφημερίδα: Ο αναγνώστης συμβουλεύει στα υπόγεια να υπάρχουν μια –δύο αξίνες, ώστε σε περίπτωση κατεδάφισης του κτιρίου από τους βομβαρδισμούς, οι εγκλωβισμένοι σε αυτό να ανοίξουν μια διέξοδο. Ανάλογα χαρακτηριστική των συνθηκών είναι η μικρή αγγελία της 3ης Νοεμβρίου για «αντιαεροπορικά κηρωτά υφάσματα πλήρους σκοταδισμού δια τα παράθυρα σας…».

Στα πρώτα μέτρα που ελήφθησαν ήταν ο περιορισμός των δρομολογίων των αστικών συγκοινωνιών ως επακόλουθο της οδηγίας του υφυπουργείο Δημόσιας Ασφαλείας να σβήνουν τα φώτα σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, τροχιοδρομικά οχήματα, αυτοκίνητα, αλλά και οικίες και ξενοδοχεία. Παράλληλα με το φόβο των βομβαρδισμών ωστόσο, συνεχιζόταν, έστω κάτω από τις νέες συνθήκες και η κοινωνική ζωή στην Αθήνα. Μόλις στις 30 Οκτωβρίου, οι κινηματογράφοι της Αθήνας, Αττικόν (Τα Γκρεμισμένα Είδωλα), Πάλλας (Λυκόφως της Δόξης), Άστυ (Δεσποινίς Μητέρα) , Πάνθεον (Ρόδινη Ζωή), Ρεξ (Ένοχος Γυναίκα), Έσπερος (Αιώνια δική σου), Ορφεύς (Απόκληροι της Τύχης), Τιτάνια (Αδελφή του Ελέους), σε κοινή τους δήλωση ανακοινώνουν ότι θα «λειτουργήσουν καθ΄ εκάστη ως συνήθως» αλλά τα φώτα της εισόδου θα παραμέναν σβηστά και θα αντικαθίσταντο από ελαφρύ «κυανό» φωτισμό.

Και τα θέατρα μετά από σύντομη διακοπή, επαναλαμβάνουν τις παραστάσεις τους, έστω και μόνο τις απογευματινές. Τους επόμενους μήνες, παραστάσεις επιθεώρησης θα ανέβαιναν σε πολλά από τα αθηναϊκά θέατρα με στόχο την εμψύχωση των Ελλήνων και την τόνωση υ φρονήματος. Ακολουθώντας την τακτική των θεάτρων, και το Ελληνικόν Ωδείο ανακοίνωσε ότι τα μαθήματα συνεχίζονται κανονικά και μάλιστα δεχόταν και νέες εγγραφές. Εξαίρεση το Βασιλικό Θέατρο που εξαργύρωνε στα ταμεία τα προπωληθένα εισιτήρια όλων των παραστάσεων του.

Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ αλλά και αντίστοιχα των άλλων αθηναϊκών εφημερίδων γίνεται φανερή η προσπάθεια των κατοίκων να προσαρμόσουν τη ζωή τους στις πρωτόγνωρες συνθήκες του πολέμου. Και πράγματι η ζωή στην πόλη δεν νεκρώνει. Αντίθετα η ζωή συνεχίζεται σε μια νέα συνθήκη, οι Αθηναίοι εργάζονται, κυκλοφορούν και βέβαια συμμετέχουν τα λαϊκά πανηγύρια που στήνονται μετά από κάθε νίκη στο μέτωπο. Ασφαλώς αυτή η γενική εικόνα αν και αληθινή δεν είναι η μοναδική πραγματικότητα. Κάθε πολίτης ξεχωριστά, ανησυχεί για τους συγγενείς που πολεμούν, για την εξέλιξη του πολέμου για την ασφάλεια των παιδιών του. Τελικά ο φόβος των αεροπορικών βομβαρδισμών στη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου ευτυχώς δεν επαληθεύτηκαν, ωστόσο από τον Απρίλιο του 41, μια πολύ τραγικότερη μοίρα περίμενε την Αθήνα…

Share This Story, Choose Your Platform!