Ασφαλώς λεπτομέρειες. Επειδή κανείς δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να μιλήσει για το κάλλος ολιστικά, με αξιωματικό τρόπο. Παρά μόνο με υπαινιγμούς. Ή, σπαράγματα. Δηλαδή μισόλογα. Αντίθετα με την απώλεια. Που τα λόγια περισσεύουν. Ή, μάλλον που οι πάντες έχουν βιώσει τόσο βαθιά, ώστε δεν χρειάζονται καν λόγια. Ίσως ένας στεναγμός μόνο. Αρκεί μόνο τόσο.
Από την άλλη το κάλλος είναι πάντα κάτι που σχετίζεται με το παρελθόν. Και γι’ αυτό η σχέση μας με αυτό εξαντλείται όχι τόσο στη βίωση – αυτή αξίζει μόνο στους μυημένους – αλλά μάλλον στην εξιδανίκευση. Στη νοσταλγία. Αυτό αντέχουμε οι άνθρωποι. Για να ακολουθήσει το πένθος της απώλειας. Για όσα καταστρέψαμε με την φονική αθωότητα των νηπίων. Μια κατάσταση που οι πάντες έχουμε βιώσει. Σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτή τη χώρα. Αμνήμονες της ιστορίας μας, αγνώμονες της παράδοσης μας της ίδιας. Μικροί καταστρέφαμε τα παιχνίδια μας για να μάθουμε. Ενήλικες καταστρέφουμε, από απόγνωση, όσα μας ξεπερνούν. Χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα. Για να ξεχάσουμε, να διαγράψουμε όσα ξέραμε. Η απώλεια σαν λησμοσύνη και το φαρμάκι σαν φάρμακο. Λαιστρυγόνες που δεν θυμούνται. Όχι μόνο εμείς αλλά και οι επερχόμενοι. Έτσι ώστε το κάλλος να καταστεί αντί μαρτυρίας μαρτύριο κι αντί ηδονής οδύνη.
Γνωστά πράγματα τοις πάσι. Όπως ο τρόπος που εξοστρακίσαμε την παράδοση του κλασικού που την έτρεφαν στα χώματα μας οι χιλιετίες. Επειδή ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ρομαντική ονείρωξη όπως συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένα greek revival, ένας neoclassicism – δηλαδή το φάντασμα του κλασικού και η ελεγεία της απώλειας του – αλλά κάτι το γηγενές που ανασταινόταν με τον πιο φυσικό τρόπο. Σαν το κουκούτσι της ελιάς που βρίσκει τρόπους αν και χθόνιο, να βγει πάλι στο φως. Αυτό το φως που ανασταίνει, βλέπει στις προσόψεις των νεοκλασικών του Τσίλερ ο Τσαρούχης.
Ο νεοκλασικισμός στην υπόλοιπη Ευρώπη, εκεί γύρω στα 1800, υπήρξε μία ακόμα εκδοχή του εκρηκτικού κινήματος που λέγεται ρομαντισμός, ή αν προτιμάτε, ήταν η πειθαρχημένη, η ορθολογική διαχείριση του ρομαντικού πάθους. Κοινή αναφορά και των δύο, δηλαδή του ρομαντισμού και του του κλασικισμού, του alter ego του, υπήρξε η νοσταλγία του παρελθόντος. Μόνο που οι ρομαντικοί νοσταλγούσαν τον Μεσαίωνα και οι κλασικιστές την αρχαιότητα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση του μικρού νεοελληνικού βασιλείου – κατ’ ουσίαν ενός προτεκτοράτου των μεγάλων δυνάμεων – ιστορική συγκυρία επέτρεψε να εμπλακούν στο κτίσιμο της νέας πρωτεύουσας μυθικά ονόματα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού:
Ο Schinkel, δάσκαλος των Κλεάνθη – Schaubert, ο Klenze, οι Δανοί αδελφοί Hansen, ο Boulanger, ο Garnier, ο Lange, ο Gärtner. Και βέβαια ο πολύς Ernst Ziller πού δέσποσε περισσότερο από μισό αιώνα στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Αρχικά ως εργολάβος στην ανέγερση της Ακαδημίας των Hansen και αργότερα ως ο αποκλειστικός αρχιτέκτονας βασιλιάδων, πρωθυπουργών και σύμπασας της μεγαλοαστικής τάξης, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε πολλές, άλλες πόλεις της επικρατείας. Από την Πάτρα ως την Ερμούπολη. Ειδικά στον Πειραιά και την περιοχή της Καστέλλας σώζεται ολόκληρη συνοικία με το όνομα του. Σε ένα τέτοιο νεοκλασικό σπίτι γεννήθηκε στον Πειραιά και σ’ ένα άλλο ανάλογο μεγάλωσε ο Γιάννης Τσαρούχης ενώ τα εκλεκτιστικά κτίσματα του Ziller εμπρός από την πλατεία Αλεξάνδρας που αγνάντευαν τον Σαρωνικό, ζωγράφιζε με θρησκευτική ευαισθησία σε όλη την σταδιοδρομία του. Περίφημες είναι επίσης οι αποδόσεις των καφενείων Νέον, Μαυροκέφαλου και Πάνθεον στις οποίες συνδυάζονται η μαγική απόδοση του αθηναϊκού φωτός και η ακρίβεια των δωρικών αναλογιών των κατοικιών που ο ελληνοποιημένος αρχιτέκτων αντλούσε τόσο από την κλασική αρχαιότητα, όσο και από τις πομπηιανές βίλες ή την Αναγέννηση του Palladio. Από όλον αυτό τον ονειρικό κόσμο που αποδείκνυε τη δυναμική που είχε αποκτήσει η αναγεννημένη Ελλάδα στο πέρασμα από τον 19ο αιώνα στον 20ο, σήμερα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Ούτε καν ωραία ερείπια. Αφού η απώλεια έχει υποκαταστήσει το κάλλος και η νεοβάρβαρη, άνιση, όσο και επιθετική ανοικοδόμηση, η αισθητική των εργολάβων, η δικτατορία του κέρδους εξοστράκισαν το μέτρο και την υποβλητική γοητεία της αληθινής αρχιτεκτονικής. Η απώλεια έκτοτε θα είναι το κόστος της κάθε αναγκαίας (;) ανάπτυξης έτσι ώστε η Αθήνα να καταστεί τελικά η πόλη της μη αρχιτεκτονικής. Της αμνησίας, της decapitatio memoriae.
Αυτήν την ιδιότυπη καταγραφή της απώλειας αναλαμβάνει στην παρούσα έκθεση ο πολυδιάστατος φωτογράφος Τάσος Βρεττός, παρουσιάζοντας φωτογραφικά έργα από τις αρχές του 2010, τα οποία συνδιαλέγονται με τα ζωγραφικά έργα του Τσαρούχη, επιμένοντας στο ν’ αποκαλύπτει σπαράγματα ομορφιάς ακόμα και στο χάος της τερατούπολης ή στην φυγή μέσα από την σκηνοθεσία άλλων τρόπων και άλλων εποχών. Όπως συμβαίνει με τους φουστανελάδες μέσα στο παλαιϊκο καφενείο ή τους ευζώνους που παρελαύνουν σε ανεπίληπτους σχηματισμούς στο κέντρο της πόλης. Αφού μόνο σπαράγματα ή φευγαλέες εικόνες, σαν αυτές που τραβάει κινούμενος με αυτοκίνητο o Βρεττός στον περιώνυμο κύκλο της πλατείας Ομονοίας, μπορεί να δώσουν μιαν αίσθηση του γοητευτικού παρελθόντος. Με το Μπάγκειον ή το Αλεξάνδρειον, κι αυτά έργα του Ziller, να χάσκουν ως άβολα ερείπια της ακηδίας μας. Προσωπικά οι φωτογραφίες του με παραπέμπουν στο μαυρόασπρο σινεμά του Νίκου Κούνδουρου, στις Μέρες του ’36 και τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου και Στον Καιρό τον Ελλήνων του Λάκη Παπαστάθη.
Εγκαίνια: Πέμπτη, 31.10.2024 (19.00)
Διάρκεια: 31.10 – 29.11.2024
Ελεύθερη είσοδος
Leave A Comment